Ο ΠΡΩΤΟΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Η Κρήτη ήταν η γενέτειρα του πρώτου Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, του Μινωικού, που ήκμασε μεταξύ 3000 π.Χ. και 1200 π.Χ. κυρίως στην Κεντρική και Ανατολική Κρήτη. Ακόμη και σήμερα, τα επιβλητικά ανάκτορα της Κνωσού, της Φαιστού, των Μαλίων, της Ζάκρου, της Τυλίσου, των Αρχανών, του Μοναστηρακίου, του Γαλατά, της Κυδωνίας και οι πολυτελείς επαύλεις στην Αγία Τριάδα, στη Ζώμινθο, στην Αμνισό, στο Μακρύγιαλο, στο Βαθύπετρο, στο Νεροκούρο αντανακλούν τη λαμπρότητα του μινωικού πολιτισμού μέσα από τα αριστουργήματα της αρχιτεκτονικής, της αγγειοπλαστικής, της αργυροχρυσοχοΐας και της ζωγραφικής.

Η Κρήτη στις μέρες μας, είναι κυρίως γνωστή ανά τον κόσμο ως ένας ενδιαφέροντας ταξιδιωτικός προορισμός. Δέχεται την επίσκεψη περίπου 2 εκατομυρίων τουριστών κάθε χρόνο (ιδιαίτερα τους θερινούς μήνες), ενώ οι μόνιμοι κάτοικοί της ξεπερνούν τις 600 χιλιάδες. Πέραν από τα αστικά της κέντρα, τα ιστορικά μνημεία, τις υπέροχες παραλίες και τα σύγχρονα θέρετρα, η Κρήτη πορεύεται παράλληλα ζώντας την καθημερινότητα της μακριά από τα φώτα και τους φακούς του παγκόσμιου τουριστικού ενδιαφέροντος, ως ένας χώρος με τη δική του πολιτιστική ταυτότητα και με έναν ξεχωριστό, αυθεντικό τρόπο ζωής με βασικό συστατικό στοιχείο τη φιλοξενία των ανθρώπων.

Η Ιστορία της Κρήτης

5000 - 2600 π.Χ. / Νεολιθική εποχή

Αρχαιολογικά ευρήματα αποδεικνύουν την παρουσία του ανθρώπου στην Κρήτη πριν τουλάχιστον 8.000 χρόνια. Οι πρώτοι κάτοικοι ζούσαν σε σπηλιές και χρησιμοποιούσαν πέτρινα εργαλεία. Αυτή η Νεολιθική περίοδος διήρκησε από το 5000 μέχρι το 2600 π.Χ. περίπου. Η θρησκευτική λατρεία αυτής της περιόδου ήταν αφιερωμένη στη θεά της ευφορίας. Σημαντικός αριθμός από πήλινες φιγούρες σωματωδών γυναικών έχει βρεθεί όχι μόνο στην Κρήτη αλλά στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου.

Οι πρώτοι Κρητικοί ήταν πολύ πρωτόγονοι άνθρωποι που ίσως έφθασαν εδώ από τη Μικρά Ασία ή τη Βόρεια Αφρική και αναπτύχθηκαν πολύ αργά τα επόμενα 3.000 χρόνια, αρχίζοντας να καλλιεργούν με πρωτόγονα μέσα τη γη και μαθαίνοντας να εκτρέφουν ζώα. Η πρωτόγονη αρχικά αγγειοπλαστική εξελίχθηκε με τη χρήση της φωτιάς και σταδιακά έγινε πιο περίτεχνη.

2600 - 1100 π.Χ. / Μινωική Κρήτη

Τη μακρά περίοδο της Νεολιθικής εποχής διαδέχτηκε η Μινωική περίοδος. Ο Άρθουρ Έβανς, ο αρχαιολόγος που διενέργησε τις ανασκαφές στο Παλάτι της Κνωσού, ονόμασε αναδρομικά αυτή την εποχή Μινωική από το μυθικό κυβερνήτη της Κνωσού, το βασιλιά Μίνωα. Αυτή η περίοδος διάρκεσε περίπου 1.500 χρόνια και αποτέλεσε τη «Χρυσή Εποχή» της Κρήτης. Ο Έβανς χώρισε τη Μινωική εποχή σε Πρωτομινωική (3000-2000 π.Χ.), Μεσομινωική Ι και ΙΙ (2000 – 1600 π.Χ.), Μεσομινωική ΙΙΙ, Υστερομινωική Ι και ΙΙ (1700 – 1400 π.Χ.) και Υστερομινωική ΙΙΙ (1400 – 1100 π.Χ.).

Οι Μινωίτες κυβέρνησαν εκτός από την Κρήτη και άλλα Αιγαιοπελαγίτικα νησιά, καθώς και αρκετές πόλεις της ενδοχώρας. Νέα κτίρια αντικατέστησαν τις κατοικίες των σπηλαίων της προηγούμενης εποχής ενώ η αρχιτεκτονική της υστερομινωικής περιόδου άγγιξε τα όρια της τελειότητας. Τότε κατασκευάστηκαν τα επιβλητικά παλάτια της Κνωσού, της Φαιστού και των Μαλίων και της Ζάκρου που διατηρούνται ως τις μέρες μας. Κατά τη διάρκεια αυτής της «Χρυσής Εποχής» κορυφώθηκε η κατασκευή έργων τέχνης υψηλής αισθητικής και εντυπωσιακών οικοδομημάτων. Κατά την ίδια περίοδο ο μεγάλος Μινωικός στόλος κυριαρχούσε στη Μεσόγειο παρέχοντας πλούτο στο νησί από το εμπόριο και προσφέροντας παράλληλα προστασία από τους εισβολείς. Γενικά, πάντως οι Μινωίτες ήταν ένας ειρηνικός λαός που αγαπούσε τη ζωή και είχε παγιώσει την ισότητα ανδρών – γυναικών. Γύρω από τις μινωικές πόλεις δε βρέθηκαν σημάδια οχύρωσης, γεγονός που αποκαλύπτει ότι η διαρκής ειρήνη και η ασφάλεια κυριαρχούσαν στο νησί. Ένας μεγάλος σεισμός έπληξε την Κρήτη γύρω στο 1700 π.Χ. καταστρέφοντας ολοκληρωτικά τα παλάτια, τα οποία όμως ξαναχτίστηκαν αμέσως και ο μινωικός πολιτισμός συνέχισε να ακμάζει ακόμα περισσότερο εμπλουτισμένος και επιβλητικός.

Λίγους αιώνες αργότερα όμως, γύρω στο 1450 π.Χ., ένα νέο κύμα καταστροφής χτύπησε την Κρήτη προκαλώντας μεγάλης κλίμακας καταστροφές στα παλάτια και τους οικισμούς. Το γεγονός αυτό μάλιστα είχε σαν αποτέλεσμα τη εξαφάνιση του περίλαμπρου αυτού πολιτισμού. Τα παλάτια κατέρρευσαν και κάηκαν και οι μικρότεροι οικισμοί ερημώθηκαν. Οι πραγματικές αιτίες που οδήγησαν σ’ αυτή την καταστροφή είναι ακόμα άγνωστες και αμφισβητούμενες. Μια θεωρία λέει ότι κάποια ισχυρή έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης ήταν αυτή που ερήμωσε τότε την Κρήτη. Όποια κι αν ήταν η αιτία, το τέλος του Μινωικού πολιτισμού ήταν ξαφνικό. Ο μινωικός στόλος καταστράφηκε, οι οικισμοί ισοπεδώθηκαν και ο πληθυσμός ελαττώθηκε. Την ίδια περίοδο μετανάστευσαν στην Κρήτη Μυκηναίοι Έλληνες (Αχαιοί) από την Πελοπόννησο. Δεν είναι γνωστό αν υπήρξε μία μαζική εισβολή στο κατεστραμμένο νησί ή αν ήταν μία σταδιακή μετανάστευση που διάρκεσε κάποια χρόνια και υποστηρίχτηκε από γάμους μεταξύ των οικογενειών των ευγενών. Αλληλεπιδράσεις μεταξύ των Μινωιτών και των Μυκηναίων δημιούργησαν ένα κράμα στους τομείς του πολιτισμού και της τέχνης, ενώ νέες πόλεις και παλάτια εμφανίζονται, ειδικά στη δυτική Κρήτη.

1100 - 69 π.Χ. / Μεταμινωική - Ελληνιστική περίοδος

Πολλές Ελληνικές φυλές από την ηπειρωτική Ελλάδα μετανάστευσαν στην Κρήτη στο πέρασμα των χρόνων. Αποδείχτηκε ότι τα ευρήματα που βρέθηκαν γραμμένα σε Γραμμική Β’ είναι σε Ελληνική γλώσσα, αν και τα σύμβολα που χρησιμοποιήθηκαν δεν ήταν τα Ελληνικά γράμματα. Ο λαμπρός Μινωικός πολιτισμός παρήκμασε μετά το 1400 π.Χ., ύστερα από νέους σεισμούς και πυρκαγιές που έπληξαν το νησί.

Το επόμενο κύμα εισβολέων, οι Δωριείς Έλληνες, αφού κατέστρεψαν τις Μυκήνες στην κεντρική Ελλάδα, εγκαταστάθηκαν στο νησί γύρω στο 1100 π.Χ. Οι Δωριείς καθιέρωσαν ένα αριστοκρατικό τύπο πολιτεύματος κάτω από τη διακυβέρνηση τους. Η Κρητική κοινωνία χωρίστηκε σε τρεις κοινωνικές τάξεις: τους ελεύθερους πολίτες, που υπέκυψαν στους εισβολείς, τους γαιοκτήμονες, που κράτησαν τη γη τους και πλήρωναν υπερβολικούς φόρους και τους σκλάβους. O περίφημος Νομικός Κώδικας της Γόρτυνας δείχνει την απόλυτη εξουσία των κυβερνώντων σε όλους τους τομείς της ζωής.

Ο Μινωικός πολιτισμός συνέχισε να ακμάζει σε κάποιες απομονωμένες πόλεις και χωριά, ιδιαίτερα στο ανατολικό μέρος της Κρήτης. Πόλεις όπως το Καρφί στα βουνά του Λασιθίου, κατοικήθηκαν από τους Μινωίτες, οι οποίοι αποκαλούσαν τους εαυτούς τους Ετεοκρήτες (αληθινοί Κρήτες). Άλλες μεγάλες πόλεις,όπως η Πραισός στο Λασίθι συγκέρασαν σταδιακά το Μινωικό με τον Ελληνικό πολιτισμό. Η Πραισός διατήρησε τη δική της διάλεκτο (που δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί ακόμα) και παρέμεινε ακμαία μέχρι τον 3ο αιώνα π.Χ.

Για κάποια περίοδο γύρω στον 7ο αιώνα π.Χ. η Κρήτη έγινε ένα σημαντικό κέντρο για την Ελλάδα, αλλά παρήκμασε και πάλι όταν μεγαλύτερη έμφαση για τον Ελληνικό Πολιτισμό δόθηκε στα κέντρα της Αθήνας, της Σπάρτης και της Μακεδονίας.

Οι Κρητικές πολιτείες, όπως η Λατώ, η Γόρτυνα, η Πραισός, η Ίτανος, η Κυδωνία, η ‘Απτερα και η Κνωσός είχαν συνεχείς διαμάχες μεταξύ τους και πόλεμοι μεταξύ των πόλεων διεξάγονταν συνεχώς σ’ ολόκληρο το νησί. Όταν όμως κάποιος εξωτερικός εχθρός έκανε την εμφάνισή του, οι κάτοικοι του νησιού τον αντιμετώπιζαν ενωμένοι. Παρ’ όλα αυτά το νησί έπεσε στα χέρια των Ρωμαίων το 69 π.Χ..

69 π.Χ. - 369 / Ρωμαϊκή περίοδος

Η Κρήτη ήταν ένα στρατηγικό σημείο στην ανατολική Μεσόγειο που αποτέλεσε πρόκληση για τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Το 74 π.Χ. ο σύμβουλος Μάρκος Αντώνιος ξεκίνησε μια εκστρατεία ενάντια στο νησί, αλλά οι Κρήτες καλά προετοιμασμένοι τον νίκησαν στη θάλασσα. Αργότερα, το 69 π.Χ. η Κρήτη έπεσε στα χέρια των Ρωμαίων και έγινε Ρωμαϊκή επαρχία μέχρι το 369 μ.Χ..

Η Γόρτυνα, που πάντα ήταν σύμμαχος της Ρώμης, έγινε η πρωτεύουσα του νησιού. Άλλες σημαντικές ρωμαϊκές πόλεις υπήρχαν στην Ελευθέρνα, στην Πολυρρήνια, στον Λιμήν Χερσονήσου και στην Άπτερα. Οι συνθήκες διαβίωσης σιγά-σιγά βελτιώθηκαν και ο πληθυσμός αυξήθηκε. Όμως οι Κρητικοί ποτέ δεν έπαιξαν ενεργό ρόλο στις πολιτικές και τις πολιτιστικές δραστηριότητες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

395 - 824 / Πρώτη Βυζαντινή περίοδος

Η πρώτη περίοδος Βυζαντινής διακυβέρνησης διάρκεσε από το 395 μ.Χ. μέχρι το 824 μ.Χ.. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου η Κρήτη υπήρξε τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία είχε πρωτεύουσά της την Κωνσταντινούπολη. Έγινε ξεχωριστή επαρχία της Αυτοκρατορίας και την κυβερνούσε ένας Βυζαντινός Στρατηγός, γεγονός που της επέτρεψε να συμμετέχει στο χτίσιμο της Ελληνικής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Χριστιανισμός εξαπλώθηκε και εδραιώθηκε στο νησί. Χτίστηκαν μάλιστα υπέροχες εκκλησίες, κυρίως βασιλικές. Υπάρχουν ερείπια από 40 τουλάχιστον βασιλικές αυτής της περιόδου. Οι πιο σημαντικές απ’ αυτές βρίσκονται στη Γόρτυνα, την Ίτανο, τη Χερσόνησο, τη Σούγια, τη Πάνορμο, την Ελούντα και τη Μητρόπολη.

824 - 961 / Αραβική κατοχή

Άραβες (Σαρακηνοί) κατέκτησαν το νησί το 824 μ.Χ. καταστρέφοντας την πρωτεύουσα Γόρτυνα και χτίζοντας μια νέα στη θέση του σημερινού Ηρακλείου. Στην περιφέρεια γύρω από τη νέα πρωτεύουσα έχτισαν μια τάφρο (Χάνδακα) και τη βάφτισαν El Khandak.

Έτσι ξεκίνησε η Αραβική διακυβέρνηση που κράτησε ενάμιση αιώνα, κατά τη διάρκεια του οποίου η Κρήτη έγινε το κέντρο των Σαρακηνών πειρατών στην ανατολική Μεσόγειο. Ο ντόπιος χριστιανικός πληθυσμός εδιώχτηκε αλλά εξακολούθησε να επιβιώνει, ειδικά στις περιοχές των βουνών.

961 - 1204 / Δεύτερη Βυζαντινή περίοδος

Ο στρατηγός του Βυζαντίου Νικηφόρος Φωκάς απελευθέρωσε την Κρήτη από την Αραβική κατοχή κατά το 961 μ.Χ.. Το Ηράκλειο έπεσε στα χέρια των Βυζαντινών μετά από πολιορκία τεσσάρων μηνών, κατά τη διάρκεια της οποίας οι Άραβες είχαν περίπου 200.000 νεκρούς. Ο Φωκάς έκτισε το Βυζαντινό φρούριο Τέμενο στο Κανλί Καστέλλι και προσπάθησε να μετακινήσει την πόλη του Ηρακλείου εκεί. Η προσπάθειά του δεν πραγματοποιήθηκε και η πόλη παρέμεινε εκεί που ήταν. Ο Χριστιανισμός άνθισε και πάλι, το Ηράκλειο έγινε έδρα του αρχιεπισκόπου ενώ εκκλησίες και μοναστήρια χτίστηκαν σ’ όλο το μήκος του νησιού. Πολλές εκκλησίες αυτής της περιόδου σώζονται σε όλο το νησί. Μερικές από τις πιο σημαντικές εκκλησίες είναι: η Παναγιά Κερά στην Κριτσά, ο Μιχαήλ Αρχάγγελος στην Επισκοπή, ο Αϊ Κυρ-Γιάννης στον Αλικιανό, ο Άγιος Νικόλαος στα Κυριακοσέλια, ο ‘Αγιος Φανούριος στην Μονή Βαρσαμόνερου, ο Άγιος Παντελεήμωνας στην Πηγή, και ο Άγιος Φανούριος στην Κιθαρίδα. Μερικά από τα πιο σημαντικά μοναστήρια της περιόδου είναι: Μονή Αρκαδίου, Μονή Παλιανής, Μονή Γκουβερνιώτισσα, Μονή Αγίας Τριάδας, Μονή Γκουβερνέτου, Μονή Βροντήσι, Μονή Αγκαράθου, Μονή Τοπλού, Μονή Χαλεπά και Μονή Πρεβέλης.

Την περίοδο αυτή εγκαταστάθηκαν στο νησί οικογένειες ευγενών του Βυζαντίου καθώς και πολλοί από τους στρατιώτες του Νικηφόρου Φωκά, οι οποίοι έχτισαν νέα χωριά.

1204 - 1669 / Βενετοκρατία

Το 1204 οι Σταυροφόροι κατέκτησαν την Κωνσταντινούπολη και διαμέλισαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η Κρήτη έπεσε στα χέρια του Μπονιφέις Μονφεράτ, ο οποίος την πούλησε στους Βενετούς για περίπου χίλια νομίσματα από ασήμι. Η Κρήτη ήταν πολύτιμη για τους Βενετούς, επειδή, λόγω της τοποθεσίας της, θα συντελούσε στην ανάπτυξη του βενετικού εμπορίου στην Ανατολή. Οι Γενοβέζοι, παραδοσιακοί αντίπαλοι των Βενετών, αντιτάχθηκαν στην κατοχή παίρνοντας το μέρος του ντόπιου πληθυσμού. Κατά τη διάρκεια των πρώτων αιώνων της Βενετοκρατίας ξεσπούσαν συνεχώς επαναστάσεις.

Το Βενετικό σύστημα διακυβέρνησης ήταν καταπιεστικό και επέβαλε αυστηρή τήρηση της τάξης και των κανόνων. Οι ηγεμόνες ορίζονταν κατευθείαν από τη Βενετία και εκμεταλλεύονταν στο έπακρο τους θησαυρούς της Κρήτης. Η βαριά φορολογία, οι χαμηλές τιμές των προϊόντων και η κατάσχεση της ιδιωτικής περιουσίας προκάλεσαν την έντονη δυσαρέσκεια των ντόπιων.

Σιγά-σιγά οι Βενετοί χαλάρωσαν το καθεστώς τους και επέτρεψαν τη σύναψη γάμων μεταξύ ντόπιων και Βενετών καθώς και την ελεύθερη εγκατάσταση οπουδήποτε στο νησί. Μ’ αυτές τις αλλαγές η οικονομική και κοινωνική κατάσταση αρκετών Κρητών βελτιώθηκε. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα εξαγωγές καλαμποκιού, λαδιού και αλατιού πραγματοποιούνταν απ’ όλα τα λιμάνια. Το Κρητικό κρασί εξαγόταν σε ευρεία κλίμακα και έγινε διάσημο σ’ όλη την Ευρώπη. Παρ’ όλα αυτά το σύστημα της δουλοπαροικίας και της θεσμοθετημένης δουλείας κράτησε μέχρι το τέλος της Βενετοκρατίας.

Μετά την τελική πτώση της Κωνσταντινούπολης, το 1453 μ.Χ., πολλοί επιστήμονες βρήκαν καταφύγιο στην Κρήτη, με συνέπεια το νησί να γίνει κέντρο για τις τέχνες και τα γράμματα. Σύντομα οι επιρροές της Ιταλικής Αναγέννησης συνδυάστηκαν με τις αρχές της κλασικής αισθητικής και το Βυζαντινό χαρακτήρα και μία νέα σχολή ζωγραφικής, η «Κρητική σχολή» δημιουργήθηκε. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο ξακουστός αγιογράφος Δαμασκηνός φοίτησε μαζί με το Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, γνωστό ως «Ελ Γκρέκο», στη σχολή της Αγίας Αικατερίνης του Ηρακλείου.

Με την ανάπτυξη των χαμηλότερων και των μεσαίων βαθμίδων της εκπαίδευσης σύμφωνα με το πρότυπο της Βενετίας, η εκπαίδευση αναβαθμίστηκε. Πολλοί Κρήτες φοίτησαν στα Πανεπιστήμια της Βενετίας και της Πάδοβας και επέστρεψαν στη Κρήτη σα γιατροί και νομικοί. Τα μοναστήρια έγιναν κι αυτά κέντρα μάθησης και οι επιστήμονες-μοναχοί της Κρήτης προσέφεραν σημαντικές υπηρεσίες στην Ορθόδοξη Εκκλησία.

Καθώς η εκπαίδευση άκμασε, άκμασε και ο γραπτός λόγος. Οι πιο σημαντικές προσωπικότητες της Κρητικής Λογοτεχνίας κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου υπήρξαν ο Γεώργιος Χορτάτζης, συγγραφέας του δραματικού έργου Ερωφίλη και ο Βιντσέντζος Κορνάρος, συγγραφέας του Ερωτόκριτου, που είναι ένα βαθιά ερωτικό δημιούργημα της Κρητικής λογοτεχνίας, το οποίο ακόμα και σήμερα απαγγέλλεται σ’ όλο το νησί.

Κατά τη διάρκεια της Βενετικής κατοχής η Ιταλική αρχιτεκτονική εξαπλώθηκε γρήγορα σ’ όλο το νησί. Οι Κρητικές πόλεις (Ηράκλειο) άρχισαν να μοιάζουν με τις Βενετικές Μεσογειακές πόλεις καθώς τα κτίρια, τα κάστρα, τα λιμάνια και οι εκκλησίες τους σχεδιάστηκαν από Ιταλούς αρχιτέκτονες.

Το δέκατο έκτο αιώνα, και ενώ κυριαρχούσε η απειλή της Τουρκικής εισβολής, άρχισε η προσπάθεια να χτιστούν ξανά τα μεγάλα κάστρα. Προς το τέλος του αιώνα, με την επιβολή καταναγκαστικής εργασίας κτίστηκε το «Μεγάλο Κάστρο», το οχυρό του Ηρακλείου που διατηρείται ως σήμερα. Όλες οι μεγάλες πόλεις και τα λιμάνια της Κρήτης απόχτησαν τέτοια κάστρα.

1669 - 1898 / Τουρκοκρατία

H Κρήτη τελούσε υπό συνεχή απειλή Τουρκικής εισβολής κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της Βενετοκρατίας. Η εισβολή άρχισε το 1645 με επίθεση κατά των Χανίων. Εξήντα χιλιάδες Τούρκοι στρατιώτες αποβιβάστηκαν με στόλο που αποτελούνταν από 400 καράβια και σύντομα κατάλαβαν τα Χανιά. Το Ρέθυμνο ήταν ο επόμενος στόχος και έπεσε στα χέρια των Τούρκων το 1646. Με το τέλος του 1648, ο Τούρκος Αυτοκράτορας Οττομάν είχε υπό τον έλεγχό του ολόκληρη την Κρήτη εκτός το Ηράκλειο, του οποίου η πολιορκία κράτησε εικοσιένα χρόνια. Τελικά στις 27 Σεπτεμβρίου 1669, το Ηράκλειο παραδόθηκε. Η ηρωική μάχη στοίχισε τη ζωή 117.000 Τούρκων και περίπου 30.000 Κρητών και Βενετών.

Απίστευτη καταστροφή ακολούθησε την κατάκτηση. Εκκλησίες λεηλατήθηκαν ενώ άλλες μετατράπηκαν σε τζαμιά. Ακόμα και δρόμοι και σπίτια υπέκυψαν στην καταστροφική μανία του κατακτητή.

Πολλοί από τους ντόπιους έφυγαν από την Κρήτη για να γλιτώσουν την εκτέλεση από το καθεστώς του Οττομάν, χιλιάδες φυλακίστηκαν, ενώ άλλοι κατέφυγαν στα βουνά. Μεγάλος αριθμός Τούρκων εποίκων έφτασε βυθίζοντας στη μιζέρια το συνεχώς συρρικνούμενο χριστιανικό πληθυσμό. Στους Κρητικούς επιβλήθηκαν φόροι πολύ ψηλότεροι από ότι σε άλλες περιοχές της Τουρκικής αυτοκρατορίας. Ορισμένοι από τους αγρότες έγιναν δουλοπάροικοι και η ιδιωτική ιδιοκτησία κατασχέθηκε.

Οι συνθήκες σκλαβιάς οδήγησαν σε συνεχείς σχεδόν εξεγέρσεις εναντίον των Τούρκων. Ο Δασκαλογιάννης ηγήθηκε της πρώτης μεγάλης εξέγερσης το 1770. Η εξέγερση ήταν επιτυχής αρχικά αλλά τελικά καταπνίχτηκε από τις Τουρκικές δυνάμεις. Αυστηρά αντίποινα εναντίον του χριστιανικού πληθυσμού ακολούθησαν τόσο αυτή όσο και τις περισσότερες από τις υπόλοιπες εξεγέρσεις.

To 1821, όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση, η Κρήτη συμμετείχε δυναμικά. Οι Τούρκοι ζήτησαν βοήθεια από τον Πασά της Αιγύπτου και τα στρατεύματά του έκαμψαν την αντίσταση του νησιού. Το 1832 ιδρύθηκε το Ελληνικό Κράτος, το οποίο όμως δεν περιλάμβανε την Κρήτη και το νησί πέρασε στα χέρια των Αιγυπτίων σαν αναγνώριση για τη βοήθειά που οι τελευταίοι προσέφεραν στους Τούρκους.

Η μεγάλη Κρητική Επανάσταση ξέσπασε το 1866 υποβοηθούμενη από εθελοντές και ενισχύσεις από όλη την ελεύθερη Ελλάδα. Αρχικά οι επαναστάτες σημείωσαν μια σειρά από συνεχείς νίκες. Καθώς όμως όλο και περισσότερες Τουρκικές δυνάμεις αποβιβάζονταν στο νησί, τα αντίποινα έγιναν σκληρότερα και επιβάλλονταν πιο συχνά, ακόμα και σε άτομα που δε συμμετείχαν στις επαναστάσεις. Το ολοκαύτωμα στο Μονή του Αρκαδίου έγινε ένα τραγικό σύμβολο του Κρητικού αγώνα για ανεξαρτησία. Εκατοντάδες γυναικόπαιδα βρήκαν καταφύγιο στο Μοναστήρι αρνούμενοι να παραδοθούν στις Τουρκικές δυνάμεις και ανατίναξαν την πυριτιδαποθήκη, παίρνονταν μαζί τους στον τάφo πολλές εκατοντάδες Τούρκους στρατιώτες.

Τελικά, μετά από χρόνια σκληρών αγώνων οι Μεγάλες Δυνάμεις (Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία και Ρωσία) αποφάσισαν ότι η Τουρκία δεν μπορούσε πλέον να ελέγχει την Κρήτη και παρενέβησαν, έτσι ώστε οι Τουρκικές δυνάμεις εκδιώχτηκαν το 1898 και διακηρύχτηκε η ανεξαρτησία της Κρητικής Δημοκρατίας.

Ανεξαρτησία της Κρήτης και ένωση με την Ελλάδα

Το 1898 σχηματίστηκε Κρητική κυβέρνηση στο νησί με ανώτατο κυβερνήτη τον Πρίγκιπα Γεώργιο, νεότερο γιο του βασιλιά της Ελλάδας Γεώργιου. Ο στόχος όμως των περισσότερων Κρητικών παρέμεινε η ένωση με την Ελλάδα. Υπήρχαν αρκετές αντιδράσεις κάθε φορά που ο ανώτατος κυβερνήτης επέβαλλε περιορισμούς στις ανθρώπινες ελευθερίες ή άλλαζε τις μεθόδους διοίκησης.

Αυτό το άσβηστο επαναστατικό πνεύμα οδήγησε στην «Επανάσταση του Θερίσου» το 1905. Αρχηγός της επανάστασης ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος είχε πολεμήσει στους τελευταίους αγώνες για την ανεξαρτησία και είχε διοριστεί Υπουργός Δικαιοσύνης από τον Πρίγκιπα Γεώργιο. Η επανάσταση δεν κράτησε πολύ, η υποστήριξη όμως στον Βενιζέλο ήταν τόσο ισχυρή ώστε ο Πρίγκιπας Γεώργιος αναγκάστηκε να υποβάλλει παραίτηση.

Οι Μεγάλες Δυνάμεις απέσυραν τις στρατιωτικές δυνάμεις τους από την Κρήτη, ο ανώτατος διοικητής αποχώρησε και διενεργήθηκαν εκλογές από τις οποίες νικητής βγήκε ο Βενιζέλος. Όταν ο «Στρατιωτικός Σύνδεσμος» της Αθήνας ήρθε στην εξουσία ζητήθηκε από το Βενιζέλο να γίνει πρωθυπουργός της Ελλάδας.

Η πολυπόθητη ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα πραγματοποιήθηκε το 1913, όταν με τη Συνθήκη του Λονδίνου, ο Σουλτάνος Μωχάμετ ΙΙ παραιτήθηκε των δικαιωμάτων του από το νησί. Το Δεκέμβριο η Ελληνική σημαία υψώθηκε στο Κάστρο του Φιρκά στα Χανιά, ενώπιον του Βενιζέλου και του Βασιλιά Κωνσταντίνου. Η Κρήτη πλέον ήταν ένα με την υπόλοιπη Ελλάδα.

Παγκόσμιος πόλεμος – Η επική Μάχη της Κρήτης (20 Μαΐου – 1 Ιουνίου 1941)

«Χωρίς νεκρούς η λευτεριά, ζάλο μπροστά δεν κάνει
γιατί η παντέρμη βρίσκεται στου τουφεκιού την κάννη!».

Η επιθυμία των Κρητών για ανεξαρτησία και η πολεμική παράδοση ήρθαν ξανά στην επιφάνεια το 1940. Η Κρήτη πήρε μέρος στον πόλεμο για την απόκρουση των Ιταλικών Δυνάμεων του Μουσολίνι. Μετά την ταπεινωτική αποτυχία του Μουσολίνι, η Κρήτη έγινε στόχος για τις δυνάμεις του Χίτλερ. Τον Απρίλη του 1941 οι Γερμανοί επιτέθηκαν δυναμικά εναντίον της ηπειρωτικής Ελλάδας και γρήγορα κατατρόπωσαν τις Ελληνικές δυνάμεις και κυρίευσαν τη χώρα.

 

 

 

 

 

 

Με την ονομασία ‘’Μάχη της Κρήτης’’ έμεινε στην ιστορία η αεραποβατική επιχείρηση, που επιχείρησε η Ναζιστική Γερμανία κατά της Κρήτης στις 20 Μαΐου 1941 και η οποία έληξε δώδεκα μέρες μετά, την 1η Ιουνίου, με την κατάληψη της Μεγαλονήσου. Ήταν μία από τις σημαντικότερες μάχες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, με πολλές πρωτιές σε επιχειρησιακό επίπεδο.

Η απόφαση για την επίθεση στην Κρήτη ελήφθη από το Χίτλερ στις 25 Απριλίου 1941, λίγες μέρες μετά την παράδοση της ηπειρωτικής Ελλάδας στις δυνάμεις του Άξονα, και έλαβε την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Ερμής» («Unternehmen Merkur»). Ήταν αμυντική και όχι επιθετική επιχείρηση, όπως αποδείχθηκε αργότερα. Οι Γερμανοί είχαν ως στόχο να εξασφαλίσουν τα νοτιοανατολικά τους νώτα, ενόψει της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα (Εκστρατεία στη Ρωσία) και να εξορμήσουν στη Βόρεια Αφρική, με εφαλτήριο την Κρήτη, όπως πίστευαν οι Σύμμαχοι.

Τις παραμονές της επίθεσης, οι Σύμμαχοι είχαν τακτικό πλεονέκτημα σε ξηρά και θάλασσα, ενώ οι Γερμανοί στον αέρα. Έτσι, το γερμανικό επιτελείο αποφάσισε να διεξαγάγει την επιχείρηση από αέρος με τη χρησιμοποίηση δυνάμεων αλεξιπτωτιστών σε ευρεία κλίμακα, για πρώτη φορά στην παγκόσμια στρατιωτική ιστορία. Επικεφαλής των γερμανικών δυνάμεων τέθηκε ο πτέραρχος Κουρτ Στούντεντ, 51 ετών, βετεράνος πιλότος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Είχε στη διάθεσή του 1190 αεροπλάνα (πολεμικά και μεταγωγικά) και 29.000 άνδρες (αλεξιπτωτιστές και πεζικάριους), ενώ οι Ιταλοί θα συνεισέφεραν 3.000 στρατιώτες.

 

 

 

 

 

 

 

 

Την Κρήτη υπερασπίζονταν όσοι έλληνες στρατιώτες είχαν παραμείνει στο νησί και δυνάμεις της Βρετανικής Κοινοπολιτείας (Βρετανοί, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί στρατιωτικοί), που είχαν διεκπεραιωθεί από την κατεχόμενη Ελλάδα. Το γενικό πρόσταγμα είχε ο νεοζηλανδός στρατηγός Μπέρναρντ Φράιμπεργκ, 52 ετών, βετεράνος και αυτός του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Οι υπερασπιστές της Μεγαλονήσου ανήρχοντο σε περίπου 40.000, αλλά είχαν ανεπαρκή και απαρχαιωμένο οπλισμό, ιδίως οι Έλληνες.

Στην περιοχή των Χανίων είχε εγκατασταθεί ο Βασιλιάς Γεώργιος Β' και η εξόριστη Ελληνική Κυβέρνηση υπό τον Εμμανουήλ Τσουδερό. Οι Σύμμαχοι γνώριζαν με μεγάλες λεπτομέρειες το γερμανικό σχέδιο επίθεσης, αφού είχαν κατορθώσει για πρώτη φορά να σπάσουν του γερμανικό κώδικα επικοινωνιών («Επιχείρηση Αίνιγμα»). Όμως, το πλεονέκτημα αυτό δεν το εκμεταλλεύτηκαν, εξαιτίας των διαφωνιών του Φράιμπεργκ με τους ανωτέρους του στο Λονδίνο. Οι Αμερικανοί δεν είχαν εισέλθει ακόμη στον Πόλεμο.

Η γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε στις 8 το πρωί της 20ης Μαΐου 1941, με τη ρίψη αλεξιπτωτιστών σε δύο μέτωπα: στο αεροδρόμιο του Μάλεμε και στην ευρύτερη περιοχή των Χανίων. Τα πρώτα κύματα των αλεξιπτωτιστών ήταν εύκολη λεία για τους Νεοζηλανδούς και τους Έλληνες που υπεράσπιζαν το Μάλεμε. Στις μάχες έλαβε μέρος και μεγάλος αριθμός αμάχων με ό,τι όπλο είχε στη διάθεσή του, από μαχαίρια ως όπλα από την εποχή της Κρητικής Επανάστασης.

Στις 4 το απόγευμα της 20ης Μαΐου ένα νέο κύμα αλεξιπτωτιστών έπεσε στο Ρέθυμνο και μία ώρα αργότερα στο Ηράκλειο. Τώρα, οι μάχες διεξάγονταν σε τέσσερα μέτωπα: Χανιά, Μάλεμε, Ρέθυμνο και Ηράκλειο. Η πρώτη μέρα της Μάχης της Κρήτης έληξε με μεγάλες απώλειες για τους Γερμανούς και αβέβαια έκβαση. Ο διοικητής των γερμανικών δυνάμεων, πτέραρχος Κουρτ Στούτεντ, απογοητευμένος από την εξέλιξη των επιχειρήσεων, σκέφθηκε ακόμη και την αυτοκτονία, αναλογιζόμενος την υπόσχεση που είχε δώσει στον Φύρερ για μια εύκολη νίκη. Το βράδυ της ίδιας μέρας, μετά από μεγάλες περιπέτειες, ο βασιλιάς Γεώργιος Β' και η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση μεταφέρθηκαν με βρετανικό πολεμικό στην Αίγυπτο.

Από τα ξημερώματα της 21ης Μαΐου οι μάχες συνεχίσθηκαν με ιδιαίτερη σφοδρότητα και στα τέσσερα μέτωπα. Οι Γερμανοί επικεντρώθηκαν στην κατάληψη του αεροδρομίου του Μάλεμε, όπως ήταν ο πρωταρχικός τους στόχος και τα κατάφεραν προς το τέλος της ημέρας. Επωφελήθηκαν από την ασυνεννοησία στις τάξεις των Συμμάχων, αλλά υπέστησαν και πάλι μεγάλες απώλειες. Ανάμεσα στους γερμανούς αλεξιπτωτιστές που κατέλαβαν το Μέλεμε ήταν μια μεγάλη προσωπικότητα του αθλητισμού και της πυγμαχίας, ο πρώην παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών Μαξ Σμέλινγκ, 36 ετών, που έφερε το βαθμό του δεκανέα.

Η κατάληψη του αεροδρομίου ήταν στρατηγικής σημασίας για την εξέλιξη των επιχειρήσεων. Οι Γερμανοί άρχισαν να μεταφέρουν μεγάλες δυνάμεις από την Ελλάδα και με τον σύγχρονο οπλισμό που διέθεταν ήταν θέμα χρόνου η κυριαρχία τους στη Μεγαλόνησο. Στις 28 Μαΐου οι Γερμανοί είχαν απωθήσει τις συμμαχικές δυνάμεις προς τα νότια, καθιστώντας τον αγώνα τους μάταιο. Έτσι, το Λονδίνο αποφάσισε την απόσυρση των δυνάμεων της Κοινοπολιτείας από την Κρήτη και τη μεταφορά τους στην Αίγυπτο. Όσες μονάδες δεν τα κατάφεραν, παραδόθηκαν στους Γερμανούς. Πολλοί Έλληνες μαχητές και μαζί τους 500 Βρετανοί ανέβηκαν στα απρόσιτα βουνά της Κρήτης για να συνεχίσουν τον αγώνα. Την 1η Ιουνίου, με την παράδοση 5.000 μαχητών στα Σφακιά, έπεσε η αυλαία της Μάχης της Κρήτης.

Πηγή: www.sansimera.gr

 

Πηγές: www.candia.wordpress.com, www.incrediblecrete.gr