Σπουδαίοι Κρήτες μουσικοί του 20ου αιώνα
Αυτό που είναι σήμερα η Κρητική μουσική, εν πολλοίς το οφείλει σε κάποιους πεφωτισμένους μουσικούς που με το έργο, το μεράκι και τη δράση τους συνέβαλαν στον καθορισμό, την εξέλιξη και τη διάδοση του Κρητικού μουσικού είδους.
Μέχρι το πρώτο μισό του περασμένου αιώνα βρίσκονται σε πλήρη δράση οι επονομαζόμενοι "πρωτομάστορες" της κρητικής μουσικής. Ανάμεσα τους ορισμένοι οι οποίοι σφράγισαν με την παρουσία τους τις επόμενες γενιές όπως ο Ανδρέας Ρόδινος, ο Μπαξεβάνης, ο Καρεκλάς, ο Χαρίλαος, ο Φουσταλιέρης, ο Κουτσουρέλης και άλλοι λιγότερο γνωστοί αλλά σημαντικοί οργανοπαίχτες.
Στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα συνεχίζει τη μουσική παράδοση της Κρήτης μια άλλη γενιά μεγάλων καλλιτεχνών όπως ο Ναύτης, ο Σκορδαλός, ο Μουντάκης, ο Λεωνίδας Κλάδος και άλλοι οι οποίοι γίνονται οι δάσκαλοι και εμπνευστές της επόμενης γενιάς. Στα Ανώγεια την ίδια περίοδο ο τυφλός λυράρης ο "Στραβός" οργώνει με την ευαισθησία και το ιδιαίτερο παίξιμο του τις καρδιές των ανωγειανών νέων. Από αυτήν την γενιά ξεπηδάει ο Νίκος Ξυλούρης από τα Ανώγεια, ο "Αρχάγγελος" της κρητικής μουσικής, ο οποίος πέθανε πάνω στην ακμή της δημιουργικότητας του.
Οι σύγχρονοι παραδοσιακοί Κρητικοί λυράρηδες αν και παίζουν όλες τις μελωδίες και σκοπούς, ακολουθούν ο καθένας με σεβασμό, μια από τις παραδοσιακές «σχολές» της κρητικής μουσικής, στο ύφος, στο ήθος, στον τρόπο παιξίματος, στο ρεπερτόριo. Στη λύρα η σχολή Μουντάκη και Σκορδαλού, στο βιολί το τοπικό ηχόχρωμα της Κισάμου και της ανατολικής Κρήτης ενώ στην κεντρική Κρήτη είναι διαμορφωμένος ο Ανωγειανός τρόπος στη λύρα και στο μαντολίνο. Πολλοί έντεχνοι μουσικοί ενσωμάτωσαν στοιχεία από την κρητική μουσική στο έργο τους, όπως ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο οποίος αξιοποιώντας τις μοναδικές μουσικές ικανότητες του μεγάλου ερμηνευτή Νίκου Ξυλούρη, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διάδοση της κρητικής μουσικής. Σημαντική τέλος είναι η συμβολή του Ψαραντώνη και του Ιρλανδοκρητικού Ross Daly, στη κρητική μουσική παράδοση, η οποία προωθήθηκε και εκτός Ελλάδας, παραμένοντας σήμερα περισσότερο ζωντανή παρά ποτέ.
Μάθετε περισσότερα για τους σπουδαιότερους Κρήτες μουσικούς του 20ου αιώνα :
Ο Στρατής Καλογερίδης γεννήθηκε στην Σητεία το 1883. Στις αρχές της δεκαετίας του 1910, με την προτροπή του πατέρα του Μανόλη Καλογερίδη έφυγε στο Παρίσι να σπουδάσει χημεία, όμως στην πορεία τον κέρδισε το πεντάγραμμο και αντί να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο παρακολουθούσε μουσική στο Κονσερβατουάρ των Παρισίων. Ήρθε στο Ηράκλειο το 1915 όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα και ασχολήθηκε ως φωτογράφος στο προάστιο Πόρος, όπου η σημερινή στάση Καλογερίδη των αστικών λεοφωρείων.
Ο Στρατής Καλογερίδης γεννημένος μουσικός, μαζί με την ευρωπαϊκή μουσική παιδεία, του επέτρεψαν να διευθύνει με μεγάλη επιτυχία και για πολλά χρόνια την Φιλαρμονική του Δήμου Ηρακλείου και να την ανεβάσει σε επίπεδο μεγάλης ορχήστρας. Ασχολήθηκε με πάθος με την Κρητική μουσική και ιδιαίτερα με τις ρίζες της, που ύστερα από πολύ έρευνα και μελέτη τις εντόπισε στην πανάρχαια Πυρρίχια μουσική, ρίζες, συγγενείς των μοτίβων της Ανατολικής Κρήτης (κοντυλιές και πεντοζάλια)
Ο Στρατής Καλογερίδης υπήρξε ο πρώτος έντεχνος Κρητικός μουσικός και σήμερα θεωρείτε κλασσικός και ο σημαντικότερος εκτελεστής βιολιού, που έχει βγάλει ποτέ η Κρήτη. Αναμφισβήτητα, επηρεασμένος από τις μουσικές του σπουδές στην Ευρώπη, έπαιζε στο βιολί εξευγενισμένα τα μοτίβα της ανατολικής Κρήτης. Είναι ο πρώτος συνθέτης που έγραψε Κρητική μουσική σε παρτιτούρες, που χάρη, στη μέριμνα της κόρης του Αλίκης, διασώθηκαν και συγκεντρώθηκαν από τον Δήμο Ηρακλείου, για να εκδοθούν σε ένα βιβλίο το 1985 με αφορμή τα 25 χρόνια από τον θάνατο του. Αξίζει να σημειωθεί η σπουδαία και ανεπανάληπτη εκτέλεση από τον Στρατή Καλογερίδη τεσσάρων οργανικών κομματιών σε δυο δίσκους των 78 στροφών (κοντυλιές και πεντοζάλια) που έχουν μείνει κλασσικά στην ιστορία της Κρητικής μουσικής παράδοσης.
Η προσφορά του στην διάδοση και την διάσωση της μουσικής μας είναι μεγάλη. Ο Στρατής Καλογερίδης στα μέσα της δεκαετίας του ’50 προσεβλήθη από καρκίνο του προστάτη και αναγκάστηκε να φύγει για θεραπεία στην Αθήνα. Αντιμετώπισε μεγάλα οικονομικά προβλήματα και υποχρεώθηκε να αποχωριστεί το ένα από τα δυο βιολιά που είχε, πουλώντας στο ευτελές ποσό των 7.000 δρχ.
Το δεύτερο βιολί του βρίσκεται σήμερα στα χέρια του φίλου του Μιχάλη Σφακιανάκη. Πέθανε τον Ιούλιο του 1960 στον Πειραιά.
Κείμενο του Στέλιου Αεράκη
Ο Νικόλαος Χάρχαλης (το πραγματικό του όνομα Νικόλαος Χαρχαλάκης) γεννήθηκε γύρω στα 1884 στα ΧαρχαλιανάΚισσάμου του νομού Χανίων, περιοχή με μεγάλη μουσική παράδοση, αφού είχε αναδείξει πολλούς και σπουδαίους λαϊκούς μουσικούς. Ο Νικόλαος Χάρχαλης, υπήρξε ένας από τους «πρώτους» σολίστες του βιολιού στην δυτική Κρήτη και η καλλιτεχνική του παρουσία σφράγισε έντονα και για πολλές δεκαετίες την μουσική συνείδηση του λαού της περιοχής Χανίων.
Η πιο πλούσια και καρποφόρα καλλιτεχνική δραστηριότητα του Χάρχαλη ήταν η περίοδος από 1910 έως το 1940. την περίοδο αυτή και συγκεκριμένα το 1928 με συνεργάτη του τον σπουδαίο λαουτιέρη της εποχής εκείνης Σταύρο Μαυροδημητράκη, ηχογράφησε και τον πρώτο του δίσκο που περιείχε δυο περίφημα συρτά, τον «Χανιώτικο» και «Αποκορωνιώτικο συρτό» τα οποία σήμερα θεωρούνται κλασσικά και από τις πιο αξιόλογες δισκογραφικές εκτελέσεις που εμπεριέχουν και το σπουδαίο και ιδιότυπο τραγούδι του Χάρχαλη. Η μουσική προσφορά του στην παράδοση μας, υπήρξε μεγάλη και για την προσφορά του αυτή ο Σύλλογος Μουσικών Χανίων «Ο ΧΑΡΧΑΛΗΣ» τον τίμησε, δίνοντας το όνομα του στην επωνυμία του συλλόγου.
Ο Χάρχαλης έζησε όλα τα χρόνια του στο χωριό του, μέχρι τα βαθιά γεράματα που πέθανε σε ηλικία 90 χρονών το 1974.
Κείμενο του Στέλιου Αεράκη
Ο Χαρίλαος γεννήθηκε στο ΞεροστέριΑποκορώνου Χανίων, γύρω στα 1892. σε παιδική ηλικία, μαθητής ακόμα, είχε μεταναστεύσει στην Αμερική. Τα πρώτα μαθήματα λύρας τα πήρε πριν μεταναστεύσει από τον κοντοχωριανό του Μαθιούδη, σπουδαίο λυράρη της εποχής εκείνης. Στην Αμερική όπου έζησε, συνεργάστηκε με διάφορους Έλληνες μετανάστες καλλιτέχνες και στην πορεία εξελίχθηκε, ένας σπουδαίος και ξακουστός καλλιτέχνης.
Από μαρτυρίες λέγεται ότι επέστρεψε στην Κρήτη το 1928 και συναντήθηκε με πολλούς μουσικούς εκείνης της εποχής, μεταξύ αυτών με τον περίφημο Χανιώτη βιολίστα Γιώργη Μαριανό που του έμαθε αρκετές μελωδίες άγνωστες σ’ αυτόν, καθώς επίσης και με τους Ρεθεμνιώτες Ανδρέα Ροδινό και Γιάννη Μπερνιδάκη ή Μπαξεβάνη, που ακούγοντας τους μαγεύτηκε τόσο πολύ από το γλυκό τους παίξιμο, ώστε διοργάνωσαν ένα κοινό γλέντι στην προκυμαία του Ρέθυμνου, παίζοντας και τραγουδώντας δυο ολόκληρα μερόνυχτα με την συμμετοχή πλήθος κόσμου. Επιστρέφοντας στην Αμερική πλούσια θα είναι και η δισκογραφική του παρουσία μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του ’50.
Έχει ηχογραφήσει πάνω από 40 τραγούδια, (δίσκοι 78 και 45 στροφών), που διακρίθηκαν και αγαπήθηκαν – περισσότερο από τους Κρήτες της Αμερικής – για την καλή και ιδιότυπη εκτέλεση τους με τη λύρα και το γεμάτο πάθος τραγούδι τους. Ένα σημαντικό μέρος των δίσκων αυτών βρίσκεται στα χέρια του συλλέκτη και λάτρη της Κρήτης και της μουσικής της, Γιώργη Γκόγκα, όπου και παραχώρησε αφιλοκερδώς αυτές τις σπάνιες ηχογραφήσεις στο μουσικό Κρητικό εργαστήρι και στον Στέλιο Αεράκη, ο οποίος και συμπεριέλαβε το υλικό αυτό στην εξαιρετική αυτή συλλογή «Οι πρωτομάστορες».
Στην Αμερική ο Χαρίλαος είχε φτιάξει δική του πολυμελή κομπανία που περιόδευε όλες τις πολιτείες της, όπου, εκτός των Κρητικά και νησιώτικα, έπαιζε Σλάβικα και Αράπικα τραγούδια. Αγαπήθηκε, ως άνθρωπος και ως καλλιτέχνης όσο κανένας άλλος από τους Κρήτες της Αμερικής και όχι μόνο. Η προσφορά του Χαρίλαου – σε δύσκολα χρόνια – για την διάδοση και διάσωση της μουσικής μας, στους Κρήτες της διασποράς, είναι θαυμαστή. Πέθανε το 1981 στην Αμερική όπου έζησε όλα τα χρόνια.
Κείμενο του Στέλιου Αεράκη
Γεννήθηκε στα περβόλια Ρεθύμνου στα 1893. Άρχισε ασχολείται με την λύρα από μικρό παιδί και ήταν ένας από τους πρώτους λυράρηδες της εποχής στην περιοχή Ρεθύμνου και με την μεγαλύτερη ίσως προσφορά στην διάδοση και καθιέρωση της λύρας στην κεντρική Κρήτη. Πρωτόπαιξε λύρα σε μια εποχή που το λαούτο δεν είχε ακόμα καθιερωθεί ως συνοδευτικό όργανο της λύρας στην Κρήτη και στις εμφανίσεις του χρησιμοποιούσε το μπουλγαρί, όργανο δημοφιλέστατο στην εποχή εκείνη στην περιοχή Ρεθύμνου.
Ο Αντώνης Παπαδάκης ή Καρεκλάς με συνοδεία λαούτου έπαιξε για πρώτη φορά, γύρω στα 1928 με τον περίφημο λαουτιέρη εκείνης της εποχής Σταύρο Ψυλλάκη ή Ψύλλο. Στα πρώτα του γλέντια τον συνόδευαν οι μπουλγαρίστες Γιώργης Αγιούτης και Βλαδίμηρος και λίγο αργότερα, μαθητής ακόμα στο μπουργαρί ο Στέλιος Φουσταλιέρης, που ήταν και ανηψιός του. Στην συνέχεια, αφού έμαθε πρώτα όλα τα μυστικά του οργάνου στον ανηψιό του, συνεργάστηκε μαζί του για πολλά χρόνια. Στην δισκογραφία ο Αντώνης Καρεκλάς εμφανίζεται γύρω στο 1930, μαζί με τον – άγνωστο τότε στο πλατύ κοινό – Φουσταλιέρη, ηχογραφώντας τα περίφημα Ρεθεμνιώτικαπεντοζάλια. Στην πορεία της μακρόχρονης καριέρας του ηχογράφησε αρκετά τραγούδια σε δίσκους 48 στροφών, που έγιναν μεγάλες επιτυχίες την εποχή εκείνη. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε για την ξακουστή σούστα του Καρεκλά με τα πολλά γυρίσματα, που έχει μείνει κλασική για τους σημερινούς λυράρηδες.
Ο Αντώνης Καρεκλάς ήταν χαρακτηριστικός τύπος μποέμ και χάρη στην θαυμάσια λύρα που έπαιζε, είχε κερδίσει πολλά χρήματα. Αν και ήταν από τους δοξασμένους λυράρηδες της εποχής του, είχε άδοξο τέλος, αφού έφτασε στο σημείο να ζητιανεύει για τον επιούσιο. Πέθανε ύστερα από πολυκύμαντη ζωή στο Άσυλο Ανιάτων Χανίων το 1980, σε ηλικία 87 χρονών. Στο τύπου ντοκιμαντέρ με όνομα LetzteWorte που γυρίστηκε το 1968 από τον γερμανικής καταγωγής WernerHerzog εμφανίζεται ο Καρεκλάς υποδυόμενος έναν λυράρη της εποχής που έζησε στο νησί της Σπιναλόγκα, (ο οποίος μάλιστα ακόμη και όταν όλοι οι υπόλοιποι είχαν φύγει, αυτός έμεινε εκεί μόνος του, μέχρι που δια της βίας σχεδόν τον πήραν από την Σπιναλόγκα και τον έφεραν πίσω).
Κείμενο του Στέλιου Αεράκη
Ο Αλέκος Καραβίτης γεννήθηκε το 1904 στο γραφικό και ορεινό χωριό Ακτούντα Αγίου Βασιλείου, του νομού Ρεθύμνης. Ήταν το τρίτο παιδί μιας πολυμελούς οικογένειας (οκτώ αδέρφια) και ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση ασχολήθηκε από πολύ μικρός με την μουσική. Δική του λύρα απέκτησε σε ηλικία 15 χρονών. Ο Αλέκος Καραβίτης έρχεται για πρώτη φορά στην Αθήνα το 1921. Υπηρετεί την θητεία του, σαν εθελοντής στην χωροφυλακή μέχρι το 1925. τον επόμενο χρόνο εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθήνα, με μοναδικά εφόδια τη λύρα και το όνομα του που ήδη ήταν γνωστό στο κοινό της Κρήτης. Στη συνέχεια (1927), ο Αλέκος ανοίγει ένα καφενείο-ταβέρνα στη λεωφόρο Συγγρού στη θέση Φόρος, (τότε διόδια στη γέφυρα Κουκακίου) όπου σιγά-σιγά γίνεται το στέκι των Κρητών της Αθήνας.
Στη δισκογραφία, ο Αλέκος εμφανίζεται για πρώτη φορά ένα χρόνο μετά και ηχογραφεί τα τραγούδια: «Αγιοβασιλειώτικος συρτός» και την περίφημη «Ρεθυμνιώτικη σούστα» που έγιναν επιτυχίες την εποχή εκείνη.
«Εγώ ΄μαι τ’ αοριού παιδί και του βουνού μαιθρέμα,
Και να με πάρει δεν μπορεί, του ποταμού το ρεύμα».
Στην συνέχεια μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 40, ο Αλέκος Καραβίτης ηχογραφεί αρκετούς δίσκους με χορούς και τραγούδια απ’ όλη τη γκάμα της Κρητικής μουσικής, αλλά και νησιώτικα, με συνεργάτες του στο λαούτο και στο τραγούδι, τον Μπαξεβάνη, τον Γιώργη Κουτσουρέλη, τον Νίκο Τσουγάνο (Μαστρόκαλο) και τον ΣτάυροΜαυροδημητράκη. Επίσης την περίοδο αυτή (1939) πραγματοποίησε μια μεγάλη περιοδεία στην Αίγυπτο μαζί με τον Μανώλη Λαγό, τον Μπαξεβάνη και το χορευτικό συγκρότημα του Σταμάτη Παπαδάκη.
Το 1953 πραγματοποιεί μια μακρόχρονη περιοδεία στην Ευρώπη και την Αμερική σε συνεργασία με την Δώρα Στράτου και το χορευτικό της συγκρότημα. Στο διάστημα αυτό ηχογράφησε στην Αμερική, με συνοδεία στο λαούτο το Νίκο Τζουγάνο (Μαστρόκαλο), δέκα δίσκους 78 στροφών, οι οποίοι σώζονται και σήμερα και τους έχουν τα παιδιά του σαν ιερό κειμήλιο.
Ο Αλέκος Καραβίτης απέκτησε από το γάμο τρία παιδιά, ένα γιό και δυο κόρες, οι οποίες μάλιστα σε ορισμένες ηχογραφήσεις τον συνόδευαν στο τραγούδι. Είχε κάνει πολλές δωρεές, ανάμεσα στις οποίες και ένα σημαντικό ακίνητο στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.
Έφυγε από την ζωή το 1975
Πολυσύνθετος καλλιτέχνης της Κρητικής μουσικής παράδοσης ο Γιάννης Δερμιτζάκης από την Σητεία. Γεννήθηκε στη Μαρωνιά Σητείας το 1907, μεσουράνησε επί δεκαετίες στο καλλιτεχνικό στερέωμα της Κρήτης σαν ένας γνήσιος εκφραστής της. Πολυσύνθετος, δημιουργικός, παραγωγικότατος ποιητάρης δόκιμος, βιολάτορας, λυράρης δεξιοτέχνης, γλυκόλαλος εκφραστικός τραγουδιστής. Χιλιάδς οι Κρητικότατες μαντινάδες του, τραγουδισμένες σε «ισάριθμα» θα λέγαμε γλέντια και καλλιτεχνικές εμφανίσεις του Γιάννη Δερμιτζάκη ή καλύτερα Δερμιτζογιάννη, όπως ήταν πιο γνωστός. Έμετρη παρουσία και έκφραση των πόθων, των καημών, της ψυχικής ορμής των Κρητικών μα και της πολύχρονης ιστορίας της Κρήτης και των Ηθών και Εθίμων της. Η σάτιρα και τα ευτράπελα έμμετρα σχόλια των συνηθειών και των καταστάσεων του μεταπολεμικού κόσμου, είναι ένα μεγάλο μέρος της ποιητικής του παραγωγής που τυπώθηκε και σε βιβλία μα πέρασε και στους δεκάδες δίσκους του Δερμιτζογιάννη – πρώτη ηχογράφηση δίσκου το 1953 – που περιέχουν τις μουσικές διαδρομές του απ’ άκρου σ’ άκρο της Κρήτης, τις δικές του δημιουργίες, τις δοξαριές και τα τραγούδια του.Αποτιμώντας το έργο του Δερμιτζογιάννη, ο μελετητής και γλωσσολόγος, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Βαγγέλης Σκουβαράς, γράφει στον πρόλογο του βιβλίου «Κρητικές Μαντινάδες» του Γιάννη Δερμιτζογιάννη:
Ο Δερμιτζογιάννης ήταν ένας έξοχος ερμηνευτής, εκτελεστής και εκφραστής της Κρητικής μουσικής παράδοσης. Ο καλλιτέχνης που προσεγγίζει με άνεση αυθόρμητα και γοητευτικά το κοινό. Στάθηκε κοσμαγάπητος μουσικός που ήξερε να διασκεδάζει το κοινό του, να γοητεύει μικρούς και μεγάλους. Έλληνες και ξένους καλότυχους ακροατές του μέσα και έξω απ’ την Ελλάδα.
Η χαρά, η τέχνη, η καλλιτεχνική έκφραση του ποιητάρη, λυράρη, βιολάρη, κιθαρίστα, συνθέτη και τραγουδιστή Γιάννη Δερμιτζάκη από την Σητεία Λασιθίου Κρήτης είχε περάσει τα σύνορα της Ελλάδας. Είχε κερδίσει και αλλού καρδιές πολλές αυτός ο πρωτομάστορας, ο πολυσύνθετος συνεχιστής της Κρητικής μουσικής παράδοσης. Ένας ασυνήθιστος φάκελος έφτασε κάποτε στην Σητεία εκεί στο εμπορικό του κατάστημα, όπου τον έβρισκες πάντα χαρωπό και πληθωρικό, ορμητικό και πρόσχαρο. Αποστολέας του φακέλου και ενός διθυραμβικού γράμματος ήταν ένας…Βούλγαρος θαυμαστής του, που δεν ήξερε μεν τον τόπο κατοικίας του Δερμιτζογιάννη, θυμόταν όμως τ' όνομά του και έγραψε στο φάκελο:
Ο Δερμιτζογιάννης έφυγε από την ζωή το Μάη του 1984.
Κείμενο του Μανόλη Δουλγεράκη (Φιλόλογος)
Ο Μανόλης Λαγουδάκης (Λαγός) γεννήθηκε το 1910 στα Περβόλια. Ένα πανέμορφο προάστιο του Ρέθυμνου, που όπως θυμούνται οι παλαιότεροι, ήταν πλημμυρισμένο από λουλούδια, κήπους και περιβόλια, απ’ όπου πήρε τελικά και την ονομασία του. Ο Μανόλης Λαγουδάκης που ήταν το τρίτο παιδί μιας πολυμελούς οικογένειας, πρωτόπιασε λύρα στα χέρια του, μόλις τελείωσε το δημοτικό.
Σε ηλικία 15 ετών, ο Μανόλης Λαγός ήταν ένας αξιόλογος λυράρης. Στην συνέχεια μαζί με τον συγγενή του Μανόλη Σταγάκη, ο οποίος ήταν κατασκευαστής μουσικών οργάνων και κυρίως της λύρας, βελτίωσαν και τον ήχο και το σχήμα αυτού του παραδοσιακού οργάνου. Ήταν αυτοδίδακτος και έπαιζε μόνο από αγάπη και μεράκι για την λύρα και την Κρητική μουσική. Ποτέ δεν είδε την λύρα σαν επάγγελμα. Ήταν ερασιτέχνης παρόλο που και τότε τον θεωρούσαν ως έναν από τους καλύτερους λυράρηδες και λαϊκούς στιχουργούς εκείνης της εποχής. Έπαιζε λύρα πάντα σε οικογενειακό περιβάλλον και σε φιλικά γλέντια και το όνομα του ήταν ξακουστό και πέρα από τα στενά όρια της Κρήτης.
Η «ερασιτεχνική» ενασχόληση του με την λύρα τον οδήγησε να κάνει κατά καιρούς διάφορα άλλα επαγγέλματα. Έτσι, βρίσκουμε τον Μανόλη Λαγό, μετά την κατοχή και μέχρι το 1954, να ασχολείται με την αλιεία, διατηρώντας ένα μικρό στόλο από καΐκια και τράτες. Το 1955, ύστερα από επιμονή των φίλων του, πείθεται και ανοίγει στα Περβόλια μια οικογενειακή ταβέρνα που στην δεκαετία 1954 – 1964 άφησε εποχή. Εκεί, μαζεύονταν οι φίλοι του από κάθε μεριά της Κρήτης και για χάρη τους έπαιζε την λύρα του, σε ολονύχτια γλέντια, που πολλές φορές κρατούσαν χωρίς διακοπή, δυο και τρεις μέρες…!!!!
Στη δισκογραφία, ο Μανόλης Λαγός εμφανίζεται για πρώτη φορά, το 1938, με τελευταία ηχογράφηση του, γύρω στα 1955. Το δισκογραφημένο του έργο, δεν είναι μεγάλο σε μέγεθος, αλλά είναι τεράστιο σε ποιότητα και λάμψη. Στα χρόνια ανάμεσα στο 1938 και το 1955 ηχογράφησε συνολικά γύρω στα 20 τραγούδια. Σε συνεργασία πάντα με το λαούτο και την ρωμαλέα φωνή του Γιάννη Μπερνιδάκη (Μπαξεβάνη) με τον οποίο, σύμφωνα με μαρτυρίες φίλων του, τον συνέδεε μια βαθιά φιλία, αλλά ταυτόχρονα ταίριαζαν και σας χαρακτήρες και σαν παίξιμο. Μετά το 1964 ο Μανόλης Λαγουδάκης εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα και άνοιξε ζαχαροπλαστείο στο Φάληρο. Ήταν παντρεμένος με την Άννα Σταγάκη (την έκλεψε), που για χάρη της έγραψε (σε νεαρή ηλικία) το περίφημο τραγούδι:
«την μάνα μου την αγαπώ γιατί πονεί για μένα, Μα όχι αγάπη μου γλυκιά ως αγαπώ εσένα».
Ο Μανόλης Λαγουδάκης (που όλοι όσοι τον γνώριζαν τον έλεγαν Λαγό) πέθανε το Σεπτέμβρη του 1981, στην Αθήνα.
Κείμενο του Στέλιου Αεράκη
Ο Μαύρος που το πραγματικό του όνομα είναι Γιώργης Σαριδάκης, γεννήθηκε το 1910 στο χωριό ΣκουτελώναΚισσάμου του νομού Χανίων. Το ψευδώνυμο Μαύρος του έμεινε από τα παιδικά του χρόνια επειδή ήταν πολύ μελαχρινός. Άρχισε να ασχολείται με το βιολί από τα 10 του χρόνια και σε ηλικία 15 ετών πρωτόπαιξε σε γλέντι στο χωριό του.
Στην μακρόχρονη καλλιτεχνική του σταδιοδρομία συνεργάστηκε με πολλούς και σημαντικούς λαϊκούς οργανοπαίκτες της περιοχής του, μεταξύ αυτών και οι: Γιώργης Κουτσουρέλης, ΣτέλλιοςΛαϊνάκης και ο αδικοχαμένος (σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα) Αντώνης Γερεουδάκης ή Μαρουβάς. Ο Μαύρος που ήταν αγράμματος (δεν πήγε σχολείο), αν και αυτοδίδακτος στο βιολί, διακρίθηκε και μεγαλούργησε ως δημιουργός και μεγάλος σολίστας στο όργανο αυτό.
Η δεξιοτεχνία του, το προσωπικό του ύφος και το γεμάτο ευαισθησίες παίξιμο του, σπανίζουν σήμερα. Η πιο γόνιμη και δημιουργική περίοδος της καριέρας του, κυρίως στην δυτική Κρήτη, ήταν η περίοδος 1935-1965. Την πρώτη δισκογραφική εμφάνιση την κάνει το 1938 μαζί με τον Γιώργη Κουτσουρέλη ηχογραφώντας ένα δίσκο 78 στροφών που περιείχε το περίφημο «Κολυμπαριανό συρτό», τραγουδισμένο από την σπουδαία φωνή του Κισσαμίτη τραγουδιστή Θεοχάρη Τζινευράκη, που έγινε μεγάλη επιτυχία την εποχή εκείνη και σήμερα θεωρείται κλασσικό τραγούδι. Στην συνέχεια και συγκεκριμένα μετά τον πόλεμο και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’60, συμμετέχει σε αρκετές ηχογραφήσεις δίσκων, με τους προαναφερθέντες συνεργάτες του.
Ο Γιώργης Σαριδάκης ή Μαύρος πέθανε το 1994. Για την μεγάλη προσφορά του στην μουσική μας παράδοση, ο φιλόμουσος Κρητικός λαός, τον ευχαριστεί.
Κείμενο του Στέλιου Αεράκη
Ο Γιάννης Μπερνιδάκης (Μπαξεβάνης) γεννήθηκε το 1910 στο Ρέθυμνο. Ο πατέρας καταγόταν από το άνω Μαλάκιο Ρέθυμνου και ήταν κηπουρός στο τσιφλίκι κάποιου Τούρκου Αγά. Γι’ αυτό είχε και το παρανόμι (Μπαξεβάνης). Η μητέρα του Στέλλα Βογιατζάκη ήταν συγχωριανή με τη μητέρα του Ροδινού, από τα Φρατζεσκιανά Ρέθυμνου. Ο Μπαξεβάνης όπως ήταν ευρύτερα γνωστός, φοίτησε μέχρι την Β’ τάξη του Γυμνασίου.
Από μικρός όμως είχε μεγάλη κλίση στο τραγούδι, στο οποίο τον ανέδειξε γρήγορα η αξεπέραστη ρωμαλέα φωνή του. Η πρώτη του επαφή με μουσικά όργανα ήταν σε ηλικία 12 χρονών όταν άρχισε να παίζει μαντολίνο και αργότερα μπουλγαρί. Ασχολήθηκε όμως περισσότερο με το λαούτο και το τραγούδι. Τραγούδησε κυρίως Κρητικά και Νησιώτικα, αλλά και Μικρασιάτικα τραγούδια. Οι Κρητικοί τον λάτρευαν και τον αποκαλούσαν «το αηδόνι της Κρήτης». Η φήμη του και η απήχησή του στο Κρητικό λαό ήταν τεράστια και θα μείνει στην ιστορία σαν ένας από τους κορυφαίους τραγουδιστές που έχει βγάλει η Κρήτη. Η Κρητική μουσική παράδοση του χρωστάει πολλά. Συνεργάστηκε μουσικά, αλλά και δισκογραφικά σχεδόν με όλους τους Ρεθυμνιώτες λυράρηδες της εποχής εκείνης (1925-1955). Ανάμεσα τους και οι πασίγνωστοι Ροδινός, Καρεκλάς, Καραβίτης, Φουσταλιέρης και Σκορδαλός.
Στην δισκογραφία ο Μπαξεβάνης εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1928 με την ηχογράφηση ενός δίσκου (78 στροφών) με τον Αλέκο Καραβίτη. Ακολούθησαν λίγο αργότερα και άλλες ηχογραφήσεις με το Ροδινό, τον Φουσταλιέρη, τον Λαγό και τον νεότερο τότε Θ. Σκορδαλό. Ακούγοντας .έστω και από αυτές τις παμπάλαιες ηχογραφήσεις από δίσκους 78 στροφών, τη φωνή του Μπαξεβάνη, δεν μπορεί να κρύψει κανείς την έκπληξή του, για την ωριμότητα της ερμηνείας του, την τεράστια γκάμα της φωνής του και την άριστη τεχνική του (παρόλο που ήταν αυτοδίδακτος), τα Βυζαντινά του ηχοχρώματα, την τελειότητα στην έκφραση και προπαντός το μεράκι και το πάθος του. Στοιχεία που σπανίζουν στους σημερινούς ερμηνευτές. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μπαξεβάνης την εποχή εκείνη με την ασύγκριτη (κυριολεκτικά) φωνή του είχε ξεπεράσει τα στενά όρια της Κρήτης και είχε γίνει γνωστός, τόσο στην υπόλοιπη Ελλάδα, όσο και τους Κρητικούς του εξωτερικού. Ακόμα, δεν είναι τυχαίο ότι τα 50 και πλέον τραγούδια που είχε ηχογραφήσει με τους Ροδινό, Φουσταλιέρη, Λαγό και Σκορδαλό, έχουν γίνει κλασικές επιτυχίες σχεδόν στο σύνολό τους και έχουν αφήσει έντονη την σφραγίδα τους, στην μουσική συνείδηση του λαού μας.
Ο Μπαξεβάνης παντρεύτηκε το 1947 την Ρεθυμνιώτισσα Ελευθερία Κατσιμπράκη και απόκτησαν μια κόρη, που μένει στο Ρέθυμνο.
«Τ’ αηδόνι της Κρήτης» πέθανε το 1972 στο Ρέθυμνο.
Ο Μανόλης Πασπαράκης γεννήθηκε στα Ανωγεια Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης, το Φλεβάρη του 1911. Το ψευδώνυμο Στραβός (τυφλός) του έμεινε απ’ τα παιδικά του χρόνια, μετά από ένα σκληρό χτύπημα, μιας απρόσμενης και ύπουλης αρρώστιας (οστρακιά) σε νηπιακή ηλικία, με αποτέλεσμα να μείνει τυφλός σε όλη του την υπόλοιπη ζωή. Έπιασε για πρώτη φορά λύρα στα χέρια του, σε ηλικία δέκα χρονών, δώρο του πατέρα του, για να ασχοληθεί μαζί της και να περνά πιο ευχάριστα τις δύσκολες ώρες της μοναξιάς του, απ’ το άδικο χτύπημα της μοίρα του. Σε σύντομο χρόνο, παιδί ακόμα, έμαθε να παίζει τους πρώτους σκοπούς με την βοήθεια του συγχωριανού του και παλαιότερου μεγάλου λυράρη της εποχής εκείνης, Αντώνη Σκουλά ή Καραμουζαντώνη.
Το μεγάλο πάθος, ο καημός, το μεράκι και η αγάπη του για την μουσική και την λύρα, τον έκαναν να ξεχωρίσει γρήγορα και να γίνει ένας σπουδαίος και ανεπανάληπτος λυράρης. Τα στοιχεία εκείνα, του απλού και ρυθμικού τρόπου παιξίματος, μαζί με την πρωτόγνωρη, ιδιότυπη και παθιασμένη χροιά του ήχου της λύρας του, έχουν μείνει έντονα στην μνήμη και στην συνείδηση των ανθρώπων εκείνων που τον έζησαν και τον άκουσαν από κοντά. Η πιο λαμπρή περίοδος της καριέρας του ήταν τα χρόνια, από το 1935 έως το 1960. Η περίοδος αυτή, που είναι και σταθμός στην ιστορία της Κρητικής μουσικής παράδοσης, είναι εκείνη με τα αυθεντικά και τα ανεπιτήδευτα γλέντια, με τις ολονύχτιες καντάδες, τις ατέλειωτες παρέες στα καφενεία και τα γλεντοξημερώματα του γάμου, που πολλές φορές κρατούσαν και δυο ολόκληρες εβδομάδες. Με την ατμόσφαιρα και τα βιώματα της περιόδου αυτής, αναθράφηκε και μεγάλωσε και η μετέπειτα γενιά των Ανωγειανών καλλιτεχνών, που στην πορεία ξεχώρισαν και μεγαλούργησαν στο χώρο της Κρητικής μουσικής και όχι μόνο. Η δισκογραφία του Μανόλη Πασπαράκη, δυστυχώς είναι ελάχιστη και οι λόγοι πολλοί, κυρίως όμως η δύσκολη μετακίνηση του στην Αθήνα για ηχογράφηση, λόγω της αναπηρίας του.
Στο τέλος της δεκαετίας του ’60 έγινε μια προσπάθεια για την ηχογράφηση ενός δίσκου 45 στροφών όχι όμως επιτυχημένη. Χάρη όμως, στην μέριμνα του συγχωριανού του δασκάλου (επιτέλεσε και Δήμαρχος Ανωγείων) Γιώργη Σμπώκου, διασώθηκαν κάποιες ζωντανές ηχογραφήσεις. Ο Μανόλης Πασπαράκης, παρά την μεγάλη ηλικία του συνέχιζε να παίζει σε παρέες και γάμους του χωριού του, μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του ’70.
Αξίζει να σημειώσουμε τις μοναδικές και αθάνατες σειρές, «κοντυλιές του στραβού» που έχουν μείνει κλασικές στην ιστορία της Κρητικής μουσικής, καθώς επίσης και την χαρακτηριστική αγαπημένη του μαντινάδα, εμπνευσμένη απ’ τα παιδικά του χρόνια.
«Κόσμο γροικώ, κόσμο πατώ και κόσμο δεν γνωρίζω
Ω! την παντέρμη την ζωή και πως την νταγιαντίζω».
Ο θρυλικός Στραβός έφυγε από την ζωή το 1987 σε ηλικία 76 χρονών, αφήνοντας πίσω την καλή του γυναίκα και τέσσερα παιδιά.
Κείμενο του Στέλιου Αεράκη
Ο Στέλιος Φουσταλιέρης γεννήθηκε το 1911 στο Ρέθυμνο. Από τα 11 του χρόνια, άρχισε να μαθαίνει την τέχνη του ρολογά, κάτι που ήταν το δεύτερο μεγάλο πάθος του μετά το «μπουλγαρί». Σε ηλικία δεκατριών χρόνων αγοράζει με τον πρώτο του μισθό το πρώτο του μπουλγαρί, ένα μικρό σε όγκο, μεταχειρισμένο, ξεχασμένο από κάποιον πελάτη σε μια ταβέρνα. Το όργανο αυτό ασκούσε στο μικρό Φουσταλιέρη μια ιδιαίτερη επιρροή. Ο αδερφός της μητέρας του έπαιζε αυτό το όργανο, αλλά όπως είχε πει και ο ίδιος, εκείνη την εποχή το μπουλγαρί είχε «γεμίσει» το Ρέθυμνο. «Τότε βοηθοί της λύρας (όργανα συνοδείας) ήταν κυρίως το μπουλγαρί και το μαντολίνο. Το λαούτο, ο Φουσταλιέρης το θυμάται στο Ρέθυμνο μετά το 1930.
Να τι λέει ο ίδιος: «Όσο μεγάλωνα, τόσο έμπαινα στον νταλγκά του οργάνου!» Έχοντας μάθει αρκετά κοντά στο θείο του, τον Καρεκλά για το μπουλγαρί, άρχισε να πηγαίνει μαζί του σε γάμους και άλλα γλέντια και να τον συνοδεύει σαν «πασαδόρος». «Στα χωριά ζητούσαν τότε χωραΐτικα όργανα από το Ρέθυμνο δηλαδή. Όμως οι γάμοι ήτανε σκληροί, ζόρικοι. Με τα δάχτυλα μετρούσα το πότε είχα κοιμηθεί στο σπίτι μου. Το γαμήλιο γλέντι κρατούσε 5-6 νύχτες. Στα Σφακιά έφτανε και τις 15! Έπαιζα και μ’ έπαιρνε ο ύπνος επάνω στο όργανο.»
Έτσι, με τα πρώτα ακούσματα από τις ταβέρνες του Ρεθύμνου και τη συνεργασία του με τον Καρεκλά, ο Φουσταλιέρης αρχίζει να παίζει απ’ όλους τους κρητικούς ρυθμούς, ακόμα και ρεμπέτικα! Παρόλο που ο Φουσταλιέρης δεν ήταν επαγγελματίας μουσικός (και κρατούσε την τέχνη του ρολογά) ήταν δεξιοτέχνης και δεν άργησε να δημιουργήσει τη δική του σχολή. Ταυτόχρονα, ανέδειξε το μπουλγαρί, από συνοδευτικό όργανο της λύρας και σε σολιστικό, πετυχαίνοντας την καθιέρωσή του στο χώρο της δισκογραφίας των 78 στροφών.
Συνεργάστηκε δισκογραφικά με πολλούς μεγάλους μουσικούς της εποχής. Παράλληλα, στις Ρεθυμνιώτικες συντροφιές έπαιζε συχνά με μικρασιάτες μουσικούς, οι οποίοι είχαν βρεθεί στην Κρήτη μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Ιδιαίτερο ρόλο στη διαμόρφωση της μουσικής προσωπικότητας του Φουσταλιέρη έπαιξε η παραμονή του στον Πειραιά (1933-1937). Στον Πειραιά, η κρητική παραδοσιακή μουσική, συναντά το ρεύμα του Παγιουμτζή, τον Κερομύτη, τον Μπαγιαντέρα κι άλλους. Με τον Μπάτη μάλιστα, ήταν και παλιοί γνώριμοι και σύχναζε και στην παράγκα του (χοροδιδακαλείον), στου Καραϊσκάκη. Εκεί, ήταν κρεμασμένα στη σειρά τα μπουζούκια, έχοντας το καθένα το όνομά του! Η «Μαριγούλα», η «Κούλα», ο «γέρο-Μάγκας» κτλ! Ανάμεσα σ’ αυτά και το μπουλγαρί που παίζει το «Στελάκι» από την Κρήτη και ενθουσιάζει τους ρεμπέτες με τη «διπλοπενιά» και την «τριπλοπενιά» του.
Από το 1937 έως και το 1992 που πέθανε, ο Στέλιος Φουσταλιεράκης – Φουσταλιέρης ζούσε στο Ρέθυμνο, ασχολούμενος με τις δύο μεγάλες αγάπες του. Την τέχνη του ρολογά και το μπουλγαρί! «Γιατί και οι δυο αυτές τέχνες έχουν μεγάλη σχέση μεταξύ τους, είναι λεπτή δουλειά, όπως παλιά κάναμε τα εξαρτήματα των ρολογιών στο χέρι και τα δουλεύαμε με το φακό, έτσι και στη μουσική χρειάζεται σημασία στη λεπτομέρεια, στην πενιά. Χρειάζεται αξιοπρέπεια τόσο πίσω από τον πάγκο, όσο και όταν παίζω το όργανο.»Ο Φοιυσταλιέρης με την ίδια αξιοπρέπεια και το ίδιο αμείωτο μεράκι παρέμεινε ως το θάνατό του, όχι μόνο στην Κρήτη, αλλά και σ’ ολόκληρη την Ελλάδα ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της παράδοσης του ελληνικού ταμπουρά. Γιατί δυστυχώς, στις μέρες μας, η μακραίωνη αυτή παράδοση κινδυνεύει να εξαφανιστεί. Το λαγούτο και το μπουζούκι, εκτόπισαν του μπουλγαρί…
Η μουσική του Φουσταλιέρη αποτελεί ένα ξεχωριστό και ιδιαίτερα σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία της κρητικής μουσικής.
Κείμενο: Λάμπρος Λιάβας, Εθνομουσικολόγος Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
O Ανδρέας Ροδινός γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1912. ο πατέρας του καταγόταν από το Ατσιπόπουλο του Ρέθυμνου και ήταν φούρναρης. Η μητέρα του Χρυσούλα Μαμαγκάκη, (αδερφή του πατέρα του γνωστού συνθέτη Νίκου Μαμαγκάκη) καταγόταν απ’ τα Φρατζεσκιανά Μετόχια Ρέθυμνου. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο και το γυμνάσιο στο Ρέθυμνο. Άρχισε να παίζει λύρα από 13 χρονών, μαθητεύοντας κοντά στους Νικήστρατο και Πισκόπη. Σε ηλικία 16 ετών δημιούργησε για πρώτη φορά το δικό του συγκρότημα και συνεργάζεται με τον περίφημο ερασιτέχνη λαουτιέρη Σταύρο Ψύλλο. Λάτρευε με πάθος την λύρα και έπαιζε σε πανηγύρια και άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις, χωρίς ποτέ του να πάρει χρήματα.
Σε ηλικία 18 χρονών ήταν πλέον ένας τέλειος και εκπληκτικός λυράρης. Το καλοκαίρι του 1928 ήρθε από την Αμερική ο ξακουστός λυράρης της εποχής εκείνης Χαρίλαος Πιπεράκης, με σκοπό να ακούσει τον Ροδινό, ο οποίος αποθεώθηκε από το Ρεθεμνιώτικο κοινό κατά την πρώτη του δημόσια εμφάνιση, μαζί με τον Πιπεράκη, στην προκυμαία του Ρέθυμνου. Αμέσως μετά, αφού αρνήθηκε την πρόταση του Πιπεράκη να δουλέψει στην Αμερική, εντελώς ελεύθερος πια, γιατί είχε τελειώσει το γυμνάσιο, ασχολήθηκε με πάθος με την Κρητική μουσική, παίρνοντας σαν τακτικό συνεργάτη του τον λαουτιέρη με την χρυσή φωνή Γιάννη Μπερνιδάκη (Μπαξεβάνη).
Σε ηλικία 21 χρονών (1933) ενώ κατατάχτηκε στον στρατό, μια πλευρίτιδα τον καθήλωσε για έξι μήνες στο νοσοκομείο. Στην διάρκεια μιας μικρής καλυτέρευσης που παρουσίασε, ύστερα από επιμονή των φίλων του, Λευτέρη Γαγάνη και Γιάννη Μπερνιδάκη, πείστηκε και ηχογράφησε δυο δίσκους με την συνοδεία στο λαούτο τον Γιάννη Μπερνιδάκη. Τα (οργανικά) αυτά τραγούδια, από δίσκους 78 στροφών, που διασώθηκαν μέχρι τις μέρες μας, χάρη στο ενδιαφέρον του αδερφού του Μπαξεβάνη, είναι: «Ρεθεμνιώτικος Συρτός», ο «Αποκορωνιώτικος Συρτός», ο «Κισσαμνιώτικος Συρτός» και τα «Ρεθεμνιώτικαπεντοζάλια». Τραγούδια που έχουν μείνει ορόσημο στην Κρητική μουσική.
Στην συνέχεια ο Αντρέας Ροδινός αποσύρθηκε για ένα διάστημα (λόγω υγείας) στο οροπέδιο Νίππους και δέκα μέρες μετά την επιστροφή του στο Ρέθυμνο, πέθανε 9 Φεβρουαρίου του 1934, μόλις 22 χρονών, έχοντας τις τελευταίες τους στιγμές αγκαλιά του, την θήκη με τις δυο λύρες του.
Το πόσο αγαπητός ήταν ο Ανδρέας Ροδινός στους Ρεθεμνιώτες, αλλά και σ’ ολόκληρη την Κρήτη, φαίνεται από το γεγονός ότι την ημέρα της κηδείας του, έκλεισαν όλοι τα μαγαζιά τους και ακολούθησαν την νεκρώσιμη πομπή. Ο θάνατος του άφησε ένα δυσαναπλήρωτο κενό στον χώρο της Κρητικής μουσικής, της οποίας υπήρξε μεγάλος εκτελεστής, δημιουργός και πρωτομάστορας της σχολής Ροδινού που την ακολούθησαν μ’ ευλάβεια και σεβασμό οι νεότεροι Κρητικοί καλλιτέχνες.
Ο Ροδινός έφυγε …!! Ο μύθος του όμως έμεινε για πάντα και θ’ ακούγεται μέχρι να στέκει η Κρήτη.
Κείμενο του Στέλιου Αεράκη
Ο Γιώργης Κουτσουρέλης είναι ένας από τους κορυφαίους δημιουργούς και εκτελεστές της Κρητικής μουσικής. Γεννήθηκε στο Καστέλι Κίσσαμου το 1914, σε ένα χώρο και μια οικογένεια που είχε αναδείξει πλήθος μουσικών και η καλλιέργεια της παράδοσης ήταν καθημερινή υπόθεση πολλών.
Όπως είχε πει ο ίδιος: «Η Κρητική μουσική ριζώθηκε μέσα μου και αυτό πιστεύω συνετέλεσε γιατί ο πατέρας μου ήταν ένας από τους σημαντικότερους οργανοπαίκτες λαουτιέρης της εποχής του». Εκτός όμως από τον πατέρα παρά πολλά άτομα της οικογένειας Κουτσουρέλη έπαιζαν διάφορα όργανα, λαγούτα, λύρες, βιολιά, μαντολίνα, ακόμα και κλαρίνο. Ο Γιώργης Κουτσουρέλης μπολιασμένος από την γοητεία της Κρητικής μελωδίας, τις πενιές, τις δοξαριές, τα τραγούδια, το γοητευτικό κορμί της Κρητικής παράδοσης, άρχισε από τα πρώιμα παιδικά του χρόνια (5 ετών) να κουρδίζει και να χρησιμοποιεί τη σκούπα της μάνας του για να παίξει τις μελωδίες του μιμούμενος τ' άλλα μέλη της οικογένειας μουσικών.
Στο Δημοτικό σχολείο, κάτοχος πια μαντολίνου, έφτασε να παίζει πραγματικά τους ωραίους σκοπούς του, για να χορέψουν οι δάσκαλοι και οι συμμαθητές του. Πολύ γρήγορα ο Γιώργης Κουτσουρέλης παρακινούμενος από τον πατέρα του, αλλά περισσότερο ωθούμενος από την μυστική εκείνη λαχτάρα του προικισμένου καλλιτέχνη που τον οδηγεί στα πεπραγμένα του, άφησε τις παιδικές μουσικές περιπλανήσεις και ασχολήθηκε πολύ σοβαρά πια με το λαγούτο, το όργανο της ζωής του. Έτσι στα 10 του χρόνια ήταν ένας αξιόλογος άρτιος λαουτιέρης που στα 12 χρόνια του είχε γίνει τέλειος επαγγελματίας, πολύ σωστός και περιζήτητος συνεργάτης από κορυφαίους καλλιτέχνες της Κρητικής μουσικής, βιολιτζήδες και λυράρηδες της εποχής εκείνης όπως ήταν ο Γιώργης Μαριάνος, ο Νικόλαος Χαρχαλής ο περίφημος λυράρης ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΤΣΟΥΛΗΣ ή Κουφιανός και από άλλους.
Πολύ νωρίς σε ηλικία μόλις 16 χρόνων μπήκε στο χώρο της δισκογραφίας αρχίζοντας από το 1930 να παράγει, να ηχογραφεί και να κυκλοφορεί δίσκους, πρώτα με το Μαριάνo, στην Κολούμπια, μετά με τον σπουδαίο Ρεθεμνιώτη λυράρη Αλέκο Καραβίτη, κτλ. Αναγνωρισμένος από νωρίς σαν εμπνευσμένος δημιουργός Κρητικής μουσικής και δεξιοτέχνης καλλιτέχνης, εμφανίζεται με διάσημους λυράρηδες και βιολιτζήδες, ή και σαν σολίστας του λαγούτου. Μετά από τον πόλεμο, του 1940, τον βρίσκουμε να συνεργάζεται και πάλι με μεγάλους μουσικούς όπως με τον Κώστα Μουντάκη, τον Νίκο Ξυλούρη (αργότερα) και άλλους.
Τον Γιώργη Κουτσουρέλη τον κάλεσε δυο φορές ο διακεκριμένος μουσικολόγος ΡΟΜΠΕΡΤΟ ΛΕΙΝΤΙ, που κατείχε την έδρα της μουσικολογίας στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια και ήταν διευθυντής της δραματικής σχολής του Μιλάνου. Ο καθηγητής Λειντι αποκαλούσε τον Γιώργη Κουτσουρέλη «ορχήστρα».
Ο Γιώργης Κουτσουρέλης πέθανε τον Ιούλιο του 1994. Ο Καθηγητής του Πανεπιστήμιου Αθηνών Γιώργης Γιατρομανολάκης, έγραψε για τον Γιώργη Κουτσουρελη. "Καθώς έβλεπα και άκουγα τον λαϊκό καλλιτέχνη να παίζει το λαγούτο του καταλάβαινα πως το όργανο αυτό δεν ηχούσε επειδή ο μάστορας απλώς έκρουε τις χορδές του. Ο ήχος του λαγούτου δεν προερχόταν απλώς μέσα από το όργανο. Ολόκληρο το κορμί του Κουτσουρέλη με όλο το βάρος των χρόνων του ηχούσε και δημιουργούσε μουσική. Το λαγούτο ήταν προέκταση της σωματικής υπόστασης του λαουτιέρη."
Αξιόλογες συνθέσεις του είναι ο «Αρμενοχωριανός συρτός», ο «Συρτός του Κουτσουρέλη», η «Νενέ», η «Κρουσταλοβραχιωνάτη» και τόσες άλλες.
Ο Νίκος Παπαδογιάννης γεννήθηκε στην Αγιά Μυλοποτάμου, του νομού Ρεθύμνης το 1916. Ασχολήθηκε για πρώτη φορά με την λύρα σε παιδική ηλικία. Ο ίδιος λέει: Έπαιζα λύρα από την κοιλιά της μάνας μου, 15 χρονών ήταν ένας έμπειρος και αξιόλογος επαγγελματίας λυράρης. Την πρώτη δημόσια εμφάνιση την πραγματοποίησε σε ηλικία 12 χρονών, σε γαμήλιο γλέντι στα Λιβάδεια Μυλοποτάμου. Όλα τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, που τα έζησε στο χωριό του σημαδεύτηκαν και σφραγίστηκαν έντονα από την πλούσια και αστείρευτη μουσική παράδοση της περιοχής.
Ο Νίκος Παπαδογιάννης έφυγε από το χωριό του το 1936, υπηρετώντας την στρατιωτική θητεία και το 1939 που απολύθηκε από τον στρατό, έμεινε στην Αθήνα, μέχρι το 1964. Η παραμονή του στην Αθήνα θα είναι η αιτία που θα σημαδέψει και την μετέπειτα πορέια του στην καλλιτεχνική, αλλά και επαγγελματική του σταδιοδρομία. Στο διάστημα αυτό τον άκουσε για πρώτη φορά ο τότε πρόεδρος των φιλελευθέρων Σοφοκλής Βενιζέλος και ενθουσιάστηκε τόσο πολύ, που σε σύντομο χρονικό διάστημα τον διόρισε υπάλληλο στην Τράπεζα Ελλάδος. Στην Αθήνα την περίοδο αυτή πραγματοποίησε, επί σειρά ετών, εβδομαδιαίες μουσικές εμφανίσεις στον Ραδιοφωνικό σταθμό, (τότε Ε.Ι.Ρ) και χάρη στην δεξιοτεχνία και την σπουδαία φωνή του, έγινε γνωστός και ξακουστός λυράρης την εποχή εκείνη.
Ο Νίκος Παπαδογιάννης, τον πρώτο του δίσκο, τον ηχογράφησε το 1947, με συνεργάτη του τον ανεπανάληπτο Μεσσαρίτη Λευτέρη Καμπουράκη, που έπαιζε μπουζούκι και μπουλγαρί. Από αυτόν τον δίσκο βγήκαν δυο αριστουργήματα της Κρητικής μουσικής, το «Ταμπαχανιώτικο», ο «Καροτσάς» και το «Ρεθεμνιώτικο συρτό» «Μάθια που εύκολα γελούν», που έγιναν μεγάλες επιτυχίες την εποχή εκείνη και σήμερα θεωρούνται κλασσικά. Στην συνέχεια και μέχρι το 1964 που ήρθε με μετάθεση από την Αθήνα στο Ρέθυμνο, ο Παπαδογιάννης, με συνεργάτη του τον πρωτομάστορα του λαούτου Γιάννη Μαρκογιαννάκη, ηχογράφησε άλλους τέσσερις δίσκους 78 στροφών. Στην πόλη του Ρέθυμνου, ο Παπαδογιάννης έμεινε μέχρι το 1970, αφού τότε μετατέθηκε στα Χανιά.
Κείμενο του Στέλιου Αεράκη
Ο Κώστας Παπαδάκης (το ψευδώνυμο Ναύτης του έμεινε από τα χρόνια της στρατιωτικής του θητείας, που την υπηρέτησε στο Ναυτικό) γεννήθηκε το 1920 στο ΚαστέλλιΚισσάμου του νομού Χανίων και είναι το τέταρτο παιδί μια πολυμελούς οικογένειας (7 αδέρφια). Σε ηλικία 5 χρονών ήρθε στην πόλη των Χανίων και 7 χρονών πρωτόπιασε βιολί στα χέρια του και συγκεκριμένα ένα γκουρνέριους του 1710 που είχε έρθει από την Ιταλία και το οποίο υπάρχει ακόμα και σήμερα. Πρώτος του δάσκαλος, ο πατέρας του Βασίλης Παπαδάκης ή Κοπανίδης που στην εποχή του υπήρξε ένας μεγάλος σολίστας του βιολιού. Η πρώτη δημόσια εμφάνιση του ήταν σε ηλικία 10 χρονών σε γάμο στο χωριό Λάκκους Χανιών.
Μετά την απελευθέρωση η φήμη του Ναύτη έχει ξεπεράσει τα στενά όρια του νομού Χανιών και είναι πια γνωστός σ’ ολόκληρη την Κρήτη, εμφανίζεται παντού, σε γάμους, βαφτίσια, πανηγύρια και κάθε είδους κοινωνικές εκδηλώσεις της Μεγαλονήσου. Από το 1959 μέχρι το 1976 έζησε στην Αμερική και το 1981 έμεινε στην Αυστραλία για πέντε χρόνια. Επίσης πολλές καλλιτεχνικές εμφανίσεις έκανε σε διάφορες χώρες του κόσμου προσκεκλημένος από τους Κρήτες της διασποράς.
Κατά την πολύχρονη θητεία του στην Κρητική μουσική, συνεργάστηκε με πολλούς και αξιόλογους καλλιτέχνες, κυρίως όμως με λαουτιέρηδες όπως: τον Γιώργη Κουτσουρέλη, τον Δημήτρη Γαλάνη, τον Πέτρο Καστάνη, τον Πέτρο Καρμπαδάκη κ.α. Ο Ναύτης στην δισκογραφία εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1938 και μετά τον πόλεμο (1950-54), στην συνέχεια ηχογραφεί στην Αμερική. Στην πορεία της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας, ο Ναύτης συμμετέχει σε αρκετές ηχογραφήσεις Ελλάδα και εξωτερικό, με εκτελέσεις και συνθέσεις δικές του, σε δίσκους 78, 45 και 33 στροφών, επίσης έχει εκδώσει βιβλίο το 1989 με τίτλο «Κρητική λύρα ένας μύθος». Η μουσική προσφορά του Ναύτη στην Κρητική μουσική παράδοση και ιδιαίτερα για την διάσωση και διάδοση των μοτίβων της δυτικής Κρήτης είναι μεγάλη. Αξίζει να σημειώσουμε την συνάντηση του με τον Στρατή Καλογερίδη το 1933 στο Ηράκλειο Κρήτης, παίρνοντας πολύτιμες συμβουλές και μαθήματα βιολιού από τον μεγάλο δάσκαλο της Κρητικής μουσικής.
Ο Κώστας Παπαδάκης ή Ναύτης πέθανε το 2003
Κείμενο του Στέλιου Αεράκη
Ο ΘΑΝΑΣΗΣ ΣΚΟΡΔΑΛΟΣ γεννήθηκε το Δεκέμβρη του 1920 στο ΣΠΗΛΙ του Ρεθύμνου. Τελείωσε το Δημοτικό και το Ημιγυμνάσιο στο Σπήλι, όπου σε ηλικία μόλις 9 ετών πρωτόπιασε λύρα στα χέρια του.
Ο ίδιος, έχει πει χαρακτηριστικά:
Δώδεκα χρονών παιδί ακόμα, πρωτόπαιξα έξω από το χωριό μου, το Σπήλι και συγκεκριμένα σε γάμο, στο χωριό Χαμαλεύρι Ρεθύμνου. Εφτά χρόνια μετά, στα δεκαεννιά μου χρόνια, έκανα την πρώτη επίσημη εμφάνιση μου στον Αποκριάτικο χορό των Κρητών της Αθήνας στο ιστορικό Βυζάντιον της Ομόνοιας.
Στη δισκογραφία ο Θανάσης Σκορδαλός πρωτοεμφανίστηκε το 1946, με το περίφημο Σπηλιανό Συρτό και με συνεργάτη του το μεγάλο λαουτιέρη Γιάννη Μαρκογιαννάκη (Μαρκογιάννη). Και χωρίς αμφιβολία οι καλύτερες στιγμές του Θανάση Σκορδαλού τόσο στην δραστηριότητα του ως μουσικού, όσο και στην δουλειά του στην δισκογραφία, συνδέονται με το απαράμιλλο λαούτο του Γιάννη Μαρκογιαννάκη, που τον συνόδευε συνεχώς από το ξεκίνημά του στα 1939 μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 50.
Είχε ακόμα την τύχη ο Θανάσης Σκορδαλός να συνεργαστεί με τον ανεπανάληπτο Μπαξεβάνη στην ηχογράφηση 4 δίσκων 78 στροφών (γύρω στα 1947) που περιείχαν 8 τραγούδια που έμειναν κλασσικά. Ανάμεσα τους το Ξεροστεριανό νερό και Στον αμαθιώ σου την φωτιά που περιλαμβάνονται σ aυτό το άλμπουμ. Αλλη μια αξιόλογη συνεργασία του Θανάση Σκορδαλού είναι εκείνη με τον Νίκο Μανιαδάκη ή Μανιά που χάρισε πολύ καλές εκτελέσεις σε δίσκους. Σε ηλικία 27 χρονών (1947) άκουσε για πρώτη φορά τον Θανάση Σκορδαλό ο τότε πρόεδρος του κόμματος των Φιλελευθέρων Σοφοκλής Βενιζέλος και ενθουσιάστηκε τόσο πολύ, που σε χρόνο ρεκόρ τον διόρισε υπάλληλο στην Υπηρεσία Ασφαλείας της Τράπεζας Ελλάδος, από την οποία συνταξιοδοτήθηκε αργότερα.
Έναμεγάλο κομμάτι της πολύχρονης καλλιτεχνικής του καριέρας αφιέρωσε πραγματοποιώντας καλλιτεχνικές εμφανίσεις στους απανταχού Κρήτες της διασποράς. Αμερική, Αυστραλία, Καναδά και Αφρική. Ο Θανάσης Σκορδαλός θαυμαστής και λάτρης του έργου του Ανδρέα Ροδινού θα πει: Όταν ήμουν παιδί αναρωτιόμουν αν κάποτε θα μπορούσα να παίξω λύρα, έστω και στο μισό καλά, απ’ ότι ο Ανδρέας Ροδινός.
Ο Θανάσης Σκορδαλός έχει αποκτήσει 4 παιδιά, δύο γιους τον Γιάννη και τον Δημήτρη που έχουν αποκατασταθεί και μένουν στην Αμερική και δύο κόρες τη Λίτσα και τη Μαίρη που μένουν στην Αθήνα. Αξίζει να αναφέρουμε για την πολύ καλή φωνή της Μαίρης που σε πολλά τραγούδια του πατέρα της συμμετέχει με τη θαυμάσια φωνή της.
Ο ΘΑΝΑΣΗΣ ΣΚΟΡΔΑΛΟΣ που έφυγε από τη ζωή στις 23 Απριλίου 1998 θα μείνει ένας από τους κορυφαίους καλλιτέχνες στην Κρητική Μουσική Ιστορία, με μνημειώδες δισκογραφικό έργο, ανεπανάληπτο και σε ποσότητα και σε ποιότητα. Με απαράμιλλη τεχνική, απόλυτη γνώση του ρυθμού και σπάνια εκφραστική λιτότητα, ο Θανάσης Σκορδαλός άνοιξε καθαρούς και ευανάγνωστους δρόμους, που έμελλε πολλοί να ακολουθήσουν στην συνέχεια. Δημιούργησε έργο τέτοιο, που με αυτό θα τροφοδοτεί για πολλά χρόνια, τις επόμενες γενιές.
Ο Γιώργος Καλογρίδης γεννήθηκε στο ΣπήλιΡεθύμνης το 1923. Στα 14 του χρόνια άρχισε να ασχολείται με την λύρα δίπλα στους συγχωριανούς του λυράρηδες, Στεφανή Βασιλάκη ή Κονδύλη και Γιώργη Μαρκογιαννάκη ή Μαρκογιώργη. Η κατοχή τον βρίσκει στο Σπήλι και λίγα χρόνια αργότερα φεύγει για την Αθήνα, όπου θα εγκατασταθεί για λίγο διάστημα. Την περίοδο αυτή (1946) ηχογραφεί τον πρώτο του δίσκο: «Πολλές φορές στον ύπνο μου», που θεωρείται τόσο κλασικό όσο η «Ιτιά» για την Ρούμελη και ο «Αμάραντος» για τον Μωριά.
Συνολικά ηχογράφησε (δεκαετία 1946-56) είκοσι τραγούδια ορισμένα από τα οποία είναι δικές του συνθέσεις και διακρίνονται για την άψογη εκτέλεση τους, την εκπληκτική τους μελωδία και το υπέροχο τραγούδι τους από την εξαιρετική φωνή του ίδιου του Γ. Καλογρίδη, φωνή που σπανίζει σήμερα. Αξίζει να σημειωθεί ακόμη η ιδιαίτερη προσοχή που επιδυκνείεται από τον Γ. Καλογρίδη στην επιλογή των μαντινάδων, γεγονός που συντελεί αποφασιστικά στην επίτευξη μιας υψηλής ποιότητας που χαρακτηρίζει όλο του το έργο. Οι ηχογραφήσεις του όλες έγιναν με την συνεργασία δύο γνωστών και καταξιωμένων λαουτιέρηδων, των αδερφών Γιάννη και Βαγγέλη Μαρκογιαννάκη.
Ο προικισμένος λυράρης ξενιτεύεται το 1966 στη Ν. Υόρκη. Το 1977 ύστερα από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο το χρυσό χέρι του καλλιτέχνη παραλύει, στερώντας και από τον ίδιο αλλά και από την μουσική μας γενικά την ευκαιρία για νέες μουσικές συνθέσεις. Ωστόσο, η μέχρι τότε μουσική του προσφορά παραμένει για να σημαδέψει την πορεία της μουσικής μας παράδοσης και στοιχειοθετεί την υποχρέωση μιας απέραντης ευγνωμοσύνης από μέρους της «μουσικής» Κρήτης. Ο Γιώργος Καλογρίδης πέθανε στην Αμερική το 1999.
Κείμενο του Στέλιου Αεράκη
Ο Κώστας Μουντάκης γεννήθηκε στην Αλφά Μυλοποτάμου, του Νομού Ρεθύμνης, το Φλεβάρη στα 1926, και η καταγωγή της οικογένειας του είναι από τον Καλλικράτη Σφακίων. Ηταν το στερνοπαίδι (7 παιδιά) του Νίκου και της Καλλιόπης Μουντάκη. Τελείωσε το Δημοτικό το 1938 και πέτυχε στο ημιγυμνάσιο Πανόρμου, όμως δεν μπόρεσε να συνεχίσει τις σπουδές του εξαιτίας της δύσκολης οικονομικής κατάστασης που βρισκόταν η οικογένεια του. Εξάλλου ήδη είχε αρχίσει να τον τραβάει η λύρα. που είναι το κυρίαρχο όργανο όχι μόνο στο χωριό του αλλά και μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Λύρα έπαιζαν ο μεγάλος του αδελφός ο Νικήστρατος, και ο συγχωριανός του Μήτσος Καφάτος, που υπήρξε δάσκαλος του και ήταν ένας από τους καλύτερους δεξιοτέχνες της περιοχής Ρεθύμνου την εποχή εκείνη.
Στην κατοχή, δεκαπεντάχρονος πια ο Κώστας Μουντάκης παίζει λύρα και τραγουδεί στο καφενείο του χωριού του και λίγο αργότερα μπόρεσε μόνος του να βγάλει ένα ολόκληρο γάμο και χρίστηκε πλέον επίσημα λυράρης. Την περίοδο αυτή στο Ρέθυμνο είναι ο χώρος όπου η Κρητική μουσική γνωρίζει μεγάλη άνθηση, με σπουδαίους δεξιοτέχνες όπως ο Ανδρέας Ροδινός, ο Γιάννης Μπερνιδάκης ή Μπαξεβάνης, ο Αντώνης Καρεκλάς, ο Μανόλης Λαγός, ο Στέλιος Φουσταλιέρης κ.α.
Τον Φλεβάρη του 1948 αφήνει για πρώτη φορά το χωριό του για να ακολουθήσει μια πεντάχρονη στρατιωτική θητεία. Κατατάσσεται στην Χωροφυλακή και τον φέρνουν στα Χανιά, όπου γνωρίζεται με το Γιώργη και το Στέλιο Κουτσουρέλη, με τους οποίους συνεργάζεται παίζοντας για πρώτη φορά στον τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό. Ένα χρόνο αργότερα (1949) μετατίθεται στην Αθήνα, και το 1951 ξεκινάει μια στενή συνεργασία με τον Σίμωνα Καρρά στην τότε Ε.Ι.Ρ, παίζοντας επανειλημμένα στο ραδιόφωνο και προβάλλοντας την κρητική μουσική στο πανελλήνιο. Παράλληλα κάνει στέκι του την Κρητική ταβέρνα τα Χανιά του Μπασιά στην οδό Αιόλου, όπου παίζει τα Σαββατοκύριακα και θα μείνει εκεί σχεδόν 18 χρόνια, με συνεργάτες του στο λαούτο πρώτα τον Νίκο Μανιά και αργότερα τον Γιάννη Ξυλούρηκαι το Βαγγέλη Μαρκογιαννάκη. Το ίδιο διάστημα (1952) με το τέλος της στρατιωτικής του θητείας ξεκινάει και ως εργάτης στο εργοστάσιο λιπασμάτων της Δραπετσώνας όπου και θα μείνει μέχρι το 1967. Στα τέλη του 1952 συνοδεύει για πρώτη φορά σε δίσκο το Στέλιο Κουστουρέλη στο Άρπαξα και μπαΐλντισα, ενώ το 1954 τραγουδάει για πρώτη φορά σε δίσκο με συνοδεία και πάλι τους αδελφούς Κουτσουρέλη, το περίφημο και κλασσικό τραγούδι σήμερα Δε θέλω μέσα στην καρδιά.
Στη συνέχεια με συνεργάτες του το Ν. Μανιά, το Β. Μαρκογιαννάκη, το Ν. Καδιανό, τον Δημήτρη Τσαγκαράκη και κυρίως τον Γιάννη Ξυλούρη, ξεκινάει ένα μοναδικό και μακρύ κατάλογο δισκογραφικών εκδόσεων που τον καθιερώνουν ως τον περισσότερο ηχογραφημένο λυράρη στην κρητική μουσική την εποχή εκείνη. Ο Πραματευτής, Ο αργαλειός, Μυλωνάδες και μαζώχτρες, Στο στάδιο που μ έφερε, Ρεθεμνιανέ μου καντιφέ, Χαράμι σου, Ερωτόκριτος, Κρητικός γάμος, Η Μάχη της Κρήτης, Ο θάνατος του λυράρη, κ.α. είναι ένα μικρό δείγμα με επιτυχίες από την πλούσια δισκογραφική του παρουσία. Στη συνέχεια η φήμη του απλώνεται όχι μόνο στην Κρήτη αλλά και στην Αθήνα και στο Πανελλήνιο, καθώς και στους Κρητικούς της διασποράς που τον προσκαλούν επανειλημμένα νια καλλιτεχνικές εμφανίσεις.
Κατά την μακρά παρουσία του στην Κρητική μουσική, έκανε πολυάριθμα ταξίδια στην Αμερική, τον Καναδά, την Αυστραλία, τη Γερμανία και τη Ν. Αφρική, φέρνοντας στους μετανάστες τα μηνύματα και τις αισθήσεις της Κρητικής μουσικής παράδοσης. Το 1976 ανταποκρίνεται στο κάλεσμα της Ελένης Καραϊνδρου συμπράττοντας στα μαθήματα εκμάθησης παραδοσιακών οργάνων που διοργανώνει στην γκαλερί Ώρα, σε συνεργασία και με άλλους μεγάλους λαϊκούς δεξιοτέχνες: Τ. Χαλκιά, Ν. Στεφανίδη, Α. Βασιλιάρη, Α. Μόσχο κ.α. Τρία χρόνια αργότερα (1979) με την συμπαράσταση του γιου του, Μάνου και πολιτιστικών φορέων του νησιού, ιδρύει την πρώτη σχολή λύρας στο Ωδείο του Ηρακλείου Απόλλων, για να ακολουθήσουν το Ρέθυμνο, τα Χανιά, ο Αγιος Νικόλαος, και η Αθήνα στο Ελληνικό Ωδείο.
Σημαντικό και αξεπέραστο το έργο του Κώστα Μουντάκη, βοήθησε όσο κανένας άλλος στη διάσωση και την σωστή εκμάθηση της λύρας και η γενικότερη προσφορά του στη μουσική μας παράδοση είναι ανεκτίμητη. Ο θάνατος του Κώστα Μουντάκη τον Γενάρη του 1991, δε σηματοδοτεί παρά μόνο την απουσία του μεγάλου δεξιοτέχνη και δασκάλου που εξακολουθεί να εμπνέει και να διδάσκει μέσα από τις ηχογραφήσεις και την υποδομή που δημιούργησε.
Ο Νίκος Ξυλούρης ή Ψαρονίκος, (7 Ιουλίου 1936 – 8 Φεβρουαρίου 1980) γεννήθηκε το 1936, στο ορεινό χωριό Ανώγεια του Ρεθύμνου της Κρήτης από οικογένεια με μουσική παράδοση και πολλούς λυράρηδες. Η ημερομηνία γέννησης του δεν είναι ακριβής γιατί το φθινόπωρο του 1941 το χωριό Ανώγεια καταστράφηκε και μαζί του καταστράφηκαν και τα χαρτιά όλων των κατοίκων του χωριού. Αδέλφια του είναι οι επίσης γνωστοί μουσικοί της κρητικής μουσικής ο Αντώνης Ξυλούρης (Ψαραντώνης) και ο Γιάννης Ξυλούρης (Ψαρογιάννης) .
Η οικογένεια του Ξυλούρη ήταν φτωχή και γενικά τα χρόνια εκείνα του 1930 ήταν δύσκολα για τους Ανωγειανούς. Σ’ αυτή τη γωνιά της γης ο Νίκος Ξυλούρης κάνει τα πρώτα του βήματα. Σε νεαρή ακόμα ηλικία με τη βοήθεια του δασκάλου του κατάφερε να πείσει τον πατέρα του να του αγοράσει την πρώτη του λύρα και πολύ γρήγορα άρχισε να παίζει σε γάμους και πανηγύρια. Στα 17 του αποφάσισε να μετακομίσει στο Ηράκλειο και έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο “Κάστρο”. Τα πράγματα όμως δεν ήταν όπως τα περίμενε γιατί βρέθηκε αντιμέτωπος με τη “μόδα” της Ευρωπαϊκής μουσικής, κάτι τελείως ξένο για αυτόν καθώς επίσης και τους μεγάλους λυράρηδες που δεν τον έβλεπαν με καλό μάτι. Τα οικονομικά του δεν πήγαιναν καλά, οι καλοί φίλοι όμως που είχε αποκτήσει στο Ηράκλειο τον βοηθούν οργανώνοντας γλέντια. Έτσι ο Νίκος σιγά -σιγά άρχισε να γίνεται γνωστός στο ευρύ κοινό και να κερδίζει όλο και πιο πολλά χρήματα, βέβαια δεν δούλευε μόνο για τα χρήματα και όπου δεν είχαν να τον πληρώσουν καθόταν με το παραπάνω λέγοντας : “Αυτοί έχουν περισσότερη ανάγκη για να γλεντήσουν”.. Τα έσοδα του μόλις και μετά βίας έφταναν να τον συντηρήσουν και πέρασε δύσκολες εποχές.
Την 21η Μαΐου του 1958, ο Νίκος Ξυλούρης παντρεύεται την Μελαμπιανάκη Ουρανία και το Σεπτέμβρη του ίδιου έτους αποφασίζουν να εγκατασταθούν μαζί στο Ηράκλειο. Ο Νίκος συνεχίζει την ανοδική του πορεία και τον Νοέμβριο του 1958 βγάζει τον πρώτο του δίσκο με την εταιρία “Οντεόν” που έχει τίτλο “Μια μαυροφόρα που περνά”. Η αμοιβή του ; 150 δραχμές !! Ο δίσκος είχε επιτυχία και έτσι η εταιρία του τον βοηθάει να κάνει κι άλλους δίσκους, βγάζοντας τον από τις δύσκολες μέρες.
Σιγά-σιγά οι Κρητικοί άρχισαν να τον στηρίζουν και να οργανώνουν γλέντια για να τον ακούν να παίζει. Έτσι άρχισε να γίνεται γνωστός και το Νοέμβριο του 1958 ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο με τίτλο “Μια μαυροφόρα που περνά”. Ο δίσκος αγαπήθηκε από το κοινό κι έτσι ο Νίκος ηχογράφησε κι άλλα τραγούδια σε δίσκους των 45 στροφών. Το 1960 γεννήθηκε ο γιος του Γιώργος και το 1966 η κόρη του Ρηνιώ. Την χρονιά της γέννησης τη κόρης του κέρδισε και το πρώτο βραβείο σε ένα φεστιβάλ μουσικής στο Σαν-Ρέμο παίζοντας με τη λύρα του ένα συρτάκι. Την επόμενη χρονιά άνοιξε στο Ηράκλειο το μουσικό κέντρο “Ερωτόκριτος” και πλέον δεν ανησυχεί για την επιβίωση του.
Το 1966 το κράτος επιλέγει και στέλνει τον Νίκο Ξυλούρη σε φολκλορικό διαγωνισμό στο Σαν Ρέμο οπού ανάμεσα από δεκάδες συγκροτήματα ο Έλληνας λυράρης παίρνει το πρώτο βραβείο για την ερμηνεία του στο συρτάκι που έπαιξε με την λύρα. Το 1969 ηχογράφησε με μεγάλη επιτυχία το δίσκο “Ανυφαντού” και λίγους μήνες αργότερα εμφανίστηκε και πάλι σε Αθηναϊκό μουσικό κέντρο. Τη ίδια εποχή γνωρίζει τον ποιητή και σκηνοθέτη Ερρίκο Θαλασσινό ο οποίος αποφάσισε να τον συστήσει στο Γιάννη Μαρκόπουλο και έτσι ξεκίνησε μια λαμπρή συνεργασία με το δίσκο “Χρονικό” και τα “Ριζίτικα”. Παράλληλα γνωρίστηκε με τον διευθυντή της δισκογραφικής εταιρίας COLUMBIA και έγιναν κουμπάροι. Έξι μήνες μετά, κυκλοφορεί ο δίσκος αναφορά στα «Ριζίτικα» της Κρήτης. Αργότερα βραβεύεται για την ερμηνεία στο δίσκο αυτό από την Γαλλική Ακαδημία ΣάρλΚρός αλλά θα πάρει την πρώτη του καλλιτεχνική απογοήτευση αφού στο εξώφυλλο του ξένου δίσκου δεν αναφέρεται καν το όνομα του.
Τον Μάϊο του 1971, ξεκινούν κοινές εμφανίσεις με το Γιάννη Μαρκόπουλο στην μπουάτ «Λήδρα», στην Πλάκα, μέσα στην καρδιά της δικτατορίας. Η φωνή του Νίκου Ξυλούρη γίνεται σημαία αντίστασης. «Πότε θα κάνει ξαστεριά», «Αγρίμια και αγριμάκια μου… Ακολουθούν δύο ακόμα κύκλοι τραγουδιών του Γιάννη Μαρκόπουλου, η «Ιθαγένεια» και ο «Στρατής ο Θαλασσινός». Ερχεται στη συνέχεια η συνεργασία του με τον Σταύρο Ξαρχάκο («Διόνυσε καλοκαίρι μας», «Συλλογή»), τον Χριστόδουλο Χάλαρη («Τροπικός της Παρθένου», «Ακολουθία»), και τον Χρήστο Λεοντή («Καπνισμένο Τσουκάλι»). Το καλοκαίρι του 1973 τραγούδησε στο θεατρικό έργο “Το μεγάλο μας τσίρκο” με πρωταγωνιστές τον Κώστα Καζάκο και τη Τζένη Καρέζη στο θέατρο “Αθήναιον”. Τα μεταπολιτευτικά χρόνια τραγουδά κάποια ακόμα τραγούδια του Χρήστου Λεοντή, του Σταύρου Ξαρχάκου, του Δημήτρη Χριστοδούλου, του ΛίνουΚόκοτου και του Ηλία Ανδριόπουλου. Τραγουδά όμως πάντα και παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης και κάποια λαϊκά του Στέλιου Βαμβακάρη.
Τα τραγούδια του τα μάθαινε στο πόδι. Δεν είχε χρόνο για πρόβες. Τα μάθαινε, ακούγοντας την κασέτα στο σπίτι, στο αυτοκίνητο. Τραγουδούσε μαζί και το μάθαινε. Μάλιστα, ο Ξαρχάκος, τον ήθελε πάντα στα τραγούδια του αυθεντικό, γι’ αυτό και τον καλούσε στο στούντιο για ηχογράφηση, συνήθως, χωρίς πρόβα. Έτσι έγινε και με το τραγούδι «Ήταν μια φορά». Το ηχογράφησε ο Νίκος χωρίς να το ξέρει. Χωρίς καμία πρόβα”.
Ο Νίκος Ξυλούρης στην ακμή της καριέρας του αντιλήφθηκε ότι έχει καρκίνο. Μετά από μεγάλο αγώνα, πολλαπλές εγχειρήσεις και αρκετή ταλαιπωρία έχασε τη μάχη στο Νοσοκομείο Πειραιώς στις 8 Φεβρουαρίου 1980 σε ηλικία μόλις 44 χρονών. Με τη φωνή και το ήθος του σημάδεψε τα χρόνια της χούντας, την αντίσταση σε αυτήν, αλλά και τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Ο τόπος του, που τον ξεπροβόδισε με μαντινάδες, χρόνια μετά τον αποκαλεί ακόμη “Αρχάγγελο της Κρήτης”.
Πηγές: www.cretainfo.net, www.destinationcrete.gr, www.erotokritos.gr