Τα παραδοσιακά μουσικά όργανα της Κρήτης

Ξεχωριστή θέση στον Κρητικό πολιτισμό και τη μουσική παράδοση της Κρήτης, κατέχουν τα παραδοσιακά μουσικά της όργανα. Οι ρίζες κάποιων μουσικών οργάνων στην Κρήτη χάνονται στα βάθη των αιώνων. Στις αρχαιολογικές ανασκαφές της Κνωσού και της Φαιστού, σε αναπαραστάσεις γλυπτών, κεραμικών και ζωγραφικής απεικονίζονται μουσικοί και χορευτές που παραπέμπουν στη σημερινή εποχή, όπου ο λυράρης παίζει στη μέση και οι χορευτές χορεύουν γύρω του κυκλικά. Οι αρχαίοι Κρήτες έπαιζαν την αρχαία λύρα, όπως φαίνεται από αναπαραστάσεις σε τοιχογραφίες και σφραγίδες.

Αλλού εικονίζονται αυλοί, δίαυλοι, βούκινα, σάλπιγγες. Στο αρχαιολογικό μουσείο Ηρακλείου σώζεται αυλός με δακτυλίους που μετακινούμενοι καλύπτουν τις οπές για να αποδοθούν οι νότες. Από αποσπάσματα αρχαίου δράματος μαθαίνουμε ότι "ο Μίνωας διέταξε να ταφούν μαζί με τον γιό του Γλαύκο και οι αυλοί του, που τόσο πολύ αγαπούσε όσο ζούσε".

Στη σύγχρονη εποχή, σε όλες τις κοινωνικές και οικογενειακές τους εκδηλώσεις, οι Κρητικοί παίζουν ώρες ατέλειωτες τα παραδοσιακά τους όργανα, γλεντούν και τραγουδούν. Τέσσερα είναι τα κυριότερα μουσικά όργανα σήμερα στην Κρήτη: Η ΛΥΡΑ, το ΛΑΟΥΤΟ, το ΒΙΟΛΙ και το ΜΑΝΤΟΛΙΝΟ.

Είναι αλήθεια ότι η λύρα είναι εκείνη που κυριαρχεί ως βασιλιάς της Κρητικής Μουσικής, ωστόσο αυτό δεν καθιστά τα υπόλοιπα όργανα υποδεέστερα. Σπουδαίου οργανοπαίχτες του λαγούτου, μπορεί να το μετατρέψουν ως ένα όργανο μουσικού αυτοσχεδιασμού και μελωδίας αντί για απλά συνοδευτικό της Λύρας.

Επίσης το βιολί παίζεται ακόμα στις μέρες μας σε μερικές περιοχές του νομού Χανιών κυρίως ως κύριο όργανο αντί της λύρας. Το μαντολίνο επίσης, είναι ιδιαίτερα δημοφιλές σε αρκετές περιοχές.

Το ΜΠΟΥΛΓΑΡΙ, η ΑΣΚΟΜΠΑΝΤΟΥΡΑ, το ΣΦΥΡΟΧΑΜΠΙΟΛΟ και το ΝΤΑΟΥΛΙ, είναι επίσης παραδοσιακά όργανα της Κρήτης με λιγότερο αισθητή παρουσία όμως στις μέρες μας. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε και στην ΚΙΘΑΡΑ η οποία τις τελευταίες δεκαετίες έχει πάρει τη θέση της στο Κρητικό πάλκο ως δεύτερο συνοδευτικό όργανο της λύρας.

Οι τεκμηριωμένες πληροφορίες σχετικά με τη χρονολόγηση της παρουσίας των περισσοτέρων οργάνων, όπως του λαγούτου, του βιολιού, της ασκομπατούρας, του χαμπιολιού και του νταουλιού, ανάγονται, κυρίως, στην περίοδο της Bενετοκρατίας και προέρχονται από διάφορες πηγές (εικονογραφικές, φιλολογικές, αρχειακές, αναφορές ιερωμένων της εποχής, απομνημονεύματα, νοταριανά έγγραφα κ.ά.). Για τη λύρα με τη σημερινή της μορφή, το μπουλγαρί και το μαντολίνο τα εμπεριστατωμένα στοιχεία είναι υστερότερα.  Αρχίζουν από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα.  Τέλος, η βιολόλυρα, ως παραλλαγή της λύρας εμφανίζεται την εποχή του μεσοπολέμου.

Μάθετε περισσότερα για τα μουσικά όργανα της Κρήτης:

Η Λύρα

«Αν έχει η Κρήτη δυο ψυχές, η μια ψυχή 'ναι η λύρα,

κι είναι γεμάτη έρωτα, ήλιο, φωθιά κι αλμύρα»

Η λύρα, σε μορφή και σχήμα παρόμοιο με αυτό που γνωρίζουμε σήμερα, αν και γνωστή στον ελλαδικό χώρο ήδη από τον 9ο αιώνα μ.Χ., άρχισε να χρησιμοποιείται στην Kρήτη, σύμφωνα με τους σύγχρονους μελετητές, μετά την τουρκική κατάκτηση, τον 17ο ή τον 18ο αιώνα. Στις μέρες μας η αχλαδόσχημη αιγαιοπελαγίτικη λύρα (που συναντάμε σε παραλλαγές στη Θράκη, τη Μακεδονία, την Κάρπαθο, την Κάσο και αλλού) θεωρείται το κατ’ εξοχήν λαϊκό όργανο της Kρήτης. Η λύρα αυτή κυριάρχησε και καθιερώθηκε τα από τα μέσα του 20ου αιώνα κυρίως εξαιτίας της επιρροής σπουδαίων και φημισμένων λαϊκών μουσικών.

H περιοχή της Kρήτης όπου ανέκαθεν κυριαρχούσε η χρήση της λύρας είναι ο νομός Pεθύμνου. Μέχρι το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα παιζόταν κυρίως μόνη της, δηλαδή χωρίς συνοδευτικά όργανα και στο κέντρο του χορευτικού κύκλου. Στο δοξάρι της συνήθιζαν να κρεμούν μικρά σφαιρικά κουδουνάκια, που λέγονται γερακοκούδουνα επειδή θεωρείται ότι παρόμοια κουδουνάκια κρεμούσαν κατά τη βυζαντινή περίοδο στα κυνηγετικά γεράκια. Κατά το παίξιμου τα γερακοκούδουνα μεταμορφώνονται σ’ ένα δεύτερο όργανο ρυθμικής και αρμονικής συνοδείας.

Τα κύρια είδη λύρας που συναντάμε σήμερα στην Κρήτη είναι τα ακόλουθα:

  • ΤΟ ΛΥΡΑΚΙ. Είναι η πρώτη μορφή λύρας μικρότερη σε μέγεθος από αυτή που γνωρίζουμε σήμερα και έχει ήχο οξύ.
  • Η ΒΡΟΝΤΟΛΥΡΑ. Είναι μεγάλη σε μέγεθος λύρα με βαθύτερο σκάφος και ήχο μπάσο.
  • Η BIOΛOΛYPA. Το σχήμα της είναι παρόμοιο με αυτό του βιολιού. Προέκυψε ως μια απόπειρα εξευρωπαϊσμού τη λύρας κατά το μεσοπόλεμο, εξαιτίας και της αποδοχής που έχαιρε το βιολί τα χρόνια εκείνα στην Κρήτη. Σήμερα, δεν τη συναντάμε πλέον τόσο συχνά.
  • Η ΑΧΛΑΔΟΣΧΗΜΗ. Είναι η γνωστή σε όλους σημερινή λύρα. Είναι κάτι ανάμεσα στο λυράκι και στη βροντόλυρα σε μέγεθος και ήχο. Η λύρα αυτή είναι που κυριαρχεί τις τελευταίες δεκαετίες στην Κρητική μουσική.
Το Λάουτο ή Λαγούτο

«Στση λύρας τα πατήματα, στσι χόρδες του λαγούτου,

ξελησμονώ και τραγουδώτου ψεύτη κόσμου ετούτου»

 

Το κρητικό λαούτο σε σχέση με τα άλλα είδη Λαούτου είναι το μεγαλύτερο σε μέγεθος και έχει το χαμηλότερο κούρδισμα εξαιτίας της λύρας και του μελωδικού της ρόλου σε σχέση με αυτό. Το λαούτο που γνωρίζουμε σήμερα είναι η μετεξέλιξη του αναγεννησιακού και υπάρχει στην Κρήτη από την εποχή του Κορνάρου, τόσο ως όργανο συνοδείας, όσο και μελωδίας ή αυτοσχεδιασμού. Κατασκευαστικά, το ηχείο που παλιότερα είχε ωοειδές σχήμα σε σχέση με το κυκλικής μορφής σημερινό, κατασκευάζονταν από λεπτά κυρτά σανίδια κέδρου ή πεύκου που το έκλεινε από πάνω μια άλλη λεπτή σανίδα ξύλου. Εκεί ακριβώς, προκειμένου να θέσουν τα διαστήματα των φθόγγων από το λαιμό ως την κεφαλή, τοποθετούσαν έναν εγκάρσιων διαιρέσεων πήχη από έβενο. Έχει 8 χορδές, δηλαδή 4 ζευγάρια που αντιστοιχούν στις νότες: [σολ, ρε, λα, μι]. Οι χορδές των τριών ζευγαριών κουρδίζονται συνήθως στην ταυτοφωνία ενώ εκείνες του τέταρτου ζεύγους στην οκτάβα. Το κούρδισμα του λαούτου, θεωρείται γενικά δύσκολο και οι τρόποι κουρδίσματος ποικίλλουν. Παίζεται με χειροποίητη πένα που έχει επιμεληθεί ο μουσικός, από φτερό αρπακτικού πουλιού τσακισμένο στα δύο ή μακριά πλαστική πένα.

Πηγή: https://laouto.wordpress.com

 

Το Βιολί

«Ρακί και λύρα ή βιολί, λαγούτο και παρέα,
όντε τα σμίγουμε μαζί, πάντα περνούμε ωραία»

Ασφαλώς μιλάμε για ένα όργανο με παγκόσμια απήχηση, του οποίου η παρουσία στην Kρήτη ανάμεσα στα χρησιμοποιούμενα μουσικά όργανα, επισημαίνεται από τα τέλη του 16ου αιώνα σε διάφορες πηγές.

 O παλαιότερος γνωστός λαϊκός βιολάτορας στην Kρήτη θεωρείται ο Στέφανος Tριανταφυλλάκης ή Kιώρος (1715-1800) από τις Λουσακιές Κισσάμου Χανίων, που εμπνεύστηκε ή διαμόρφωσε τη μουσική του πεντοζαλιού, καθώς και αρκετούς σκοπούς του χανιώτικου συρτού. Άλλοι πρωτομάστορες της  μουσικής παράδοσης θεωρούνται οι βιολάτορες Χάρχαλης, Μαύρος, Κωστής Παπαδάκης ή Ναύτης, η Ασπασία Παπαδάκη, ο Φώτης Κατράκης, ο Μιχάλης Κουνέλης και άλλοι.

Το βιολί παρέμενε μέχρι τη δεκαετία του 1960 το πιο δημοφιλές όργανο στις περισσότερες περιοχές των νομών Χανίων, Λασιθίου και Ηρακλείου.

Ωστόσο μετά τον πόλεμο και την εμφάνιση των μεγάλων πρωτομαστόρων λυράρηδων, η λύρα άρχισε σιγά σιγά να κυριαρχεί στη μουσική συνείδηση του τόπου.

 

Το Μαντολίνο

«Παρέα με τον έρωντα και με το μαντολίνο,
στη γειτονιά σου καθ' αργά το στεναγμό μου αφήνω»

Το μαντολίνο είναι ένα όργανο που διαμορφώθηκε στην Ευρώπη το 17ο αιώνα και η εμφάνισή του στην Κρήτη χρονολογείται από την εποχή της ενετοκρατίας. Πολλά χρόνια τώρα, το χρησιμοποιούν οι Κρητικοί λαϊκοί οργανοπαίχτες κυρίως ως όργανο μελωδίας ή συνοδείας της λύρας στην κεντρική Kρήτη και του βιολιού στην ανατολική.

Σύμφωνα με τις μαρτυρίες πολλών σπουδαίων παλαιών μουσικών, μέχρι το πρώτο τέταρτο του 20ουαιώνα, το μαντολίνο υπήρξε κύριο συνοδευτικό όργανο της λύρας στο νομό Pεθύμνου μαζί με το μπουλγαρί.

Έχει μεγάλη απήχηση στη Κρήτη από τα χρόνια του μεσοπολέμου, ενώ σήμερα παίζεται και ως σόλο όργανο, σε προσωπικές και οικογενειακές εκδηλώσεις των κατοίκων της Kρήτης.

 

Το Μπουλγάρι

Το Μπουλγαρί είναι όργανο που ανήκει στην οικογένεια των ταμπουράδων με μικρό αχλαδόσχημο κυρτό ηχείο και μακρύ λεπτό χέρι. Αν και στις μέρες μας η χρήση του σπανίζει, παλιότερα ήταν πολύ διαδεδομένο ως όργανο μελωδίας ή ακόμη και συνοδείας της λύρας.

Το μαντολίνο υπάρχει στην Κρήτη τουλάχιστον από το 18ο αιώνα, ενώ στις αρχές του 20ου αιώνα οι Μικρασιάτες συνέβαλαν σημαντικά στη διάδοσή του. Χρησιμοποιήθηκε (και χρησιμοποιείται), κυρίως, στην απόδοση των ταμπαχανιώτικων τραγουδιών που ακούγονταν στα αστικά κέντρα της Κρήτης (Χανιά, Ρέθυμνο και Ηράκλειο) τα χρόνια του Μεσοπολέμου (1920-1940) και στα οποία συνδυάζεται η κρητική μουσική, η μικρασιάτικη και το ρεμπέτικο τραγούδι.

Ο σημαντικότερος πρωτομάστορας - εκπρόσωπος του οργάνου αυτού στην Κρήτη  υπήρξε ο Στέλιος Φουσταλιέρης από το Ρέθυμνο.

Η Ασκομπαντούρα

 

Ασκομ(π)αντούρα ονομάζεται στην Κρήτη η γνωστή τσαμπούνα σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, κυρίως νησιωτικές.

 Η ασκομαντούρα είναι απόγονος του άσκαυλου, ενός αρχαιότατου πνευστού μουσικού οργάνου για το οποίο υπάρχει αναφορά στη «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη. Η λέξη ασκομαντούρα είναι σύνθετη και αποτελείται από τα συνθετικά ασκός (σάκος  ή σακίδιο) και μαντούρα που είναι ο μονός καλαμένιος αυλός με γλωσσίδι που σε άλλα νησιά ονομάζεται μονοτσάμπουνο. Στην Κρήτη τη λέμε και ασκομπαντούρα και η εκφορά -μ- ή -μπ- είναι θέμα του τοπικού ιδιώματος κάθε περιοχής. Το όργανο, στην Κρήτη, φαίνεται πως ήταν πολύ διαδεδομένο μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα. Χαρακτηριζόταν ως μουσικό ποιμενικό όργανο καθώς η χρήση του ήταν ευρύτατα διαδεδομένη στην Κρητική ύπαιθρο.

Πρόκειται για ένα όργανο υπό εξαφάνιση. Λίγοι είναι πλέον οι υπάρχοντες παίκτες  ασκομαντούρας, όπως λίγες είναι και οι αναφορές, οι ηχογραφήσεις και οι φωτογραφίες. Η παρακμή φαίνεται να ξεκίνησε μεταπολεμικά, όταν με την εξέλιξη της τεχνολογίας και τον εξευρωπαϊσμό της μουσικής, αυτό το άκρως παραδοσιακό μουσικό όργανο  άρχισε σιγά-σιγά να εκτοπίζεται. Ελάχιστοι είναι πλεόν οι ασκομαντουρίστες που έχουν μείνει πλέον στην Κρήτη.

Πηγή: http://blog.mantinades.gr

Το θαμπιόλι ή χαμπιολι ή σφυροχαμπιολο

Πρόκειται ουσιαστικά για το ‘’σουραύλι της Κρήτης’’. Θεωρείται κατεξοχήν ποιμενικό όργανο που παιζόταν είτε μόνο του, είτε μαζί με τη λύρα και τα άλλα μουσικά όργανα της Κρήτης.

Καλάμι λοξοκομμένο με πείρο, ανεμολόγο, έξι ή επτά τρύπες και η πνοή του μουσικού συνθέτουν με απλά λόγια το όργανο με το οποίο οι Κρητικοί συγχρωτίστηκαν σε διάφορες εκδηλώσεις, καντάδες, μικρές παρέες κ.λπ. Εύθραυστος μα και ζεστός ο ήχος του καλαμιού γητεύει, αναπλάθει και ανανεώνει τα μουσικά ήθη της Κρήτης, τη μουσική συνείδηση των ακροατών του.

Οι εγγενείς, ωστόσο, αδυναμίες του πρωτογενούς υλικού (καλάμι συνήθως) και η εμπειρική μέθοδος κατασκευής δεν επέτρεψαν την εξέλιξη του οργάνου, με συνέπεια οι εκφραστικές του δυνατότητες να παραμείνουν περιορισμένες. Έτσι, η χρήση του έφθινε στην πορεία του χρόνου και, εξίσου, η μνήμη του ηχοχρώματος στη συνείδηση των Κρητικών.

Πηγή: http://www.rembetiko.gr

Το Νταούλι

Η χρήση των τυμπάνων στην Κρήτη αναφέρεται στα κείμενα της κρητικής λογοτεχνίας από το 1600 περίπου.

Το Κρητικό Νταούλι είναι ένα μικρό τύμπανο, που ονομάζεται και νταουλάκι ή τουμπί, και διατηρείται μέχρι σήμερα κυρίως στο νομό Λασιθίου όπου θεωρείται ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της μουσικής κληρονομιάς του νομού. Είναι ένα ρυθμικό όργανο, το οποίο παίζεται με δύο ειδικά φτιαγμένα μικρά ραβδάκια, τα νταουλόξυλα ή τουμπόξυλα.

Συνήθως συνοδεύει ένα τουλάχιστον μελωδικό όργανο, που μπορεί να είναι η λύρα, το βιολί ή η ασκομπαντούρα.